17.2.07

Για τα Δεκεμβριανά (Δελτίο Α/συνέχεια)

«Ηρωικός», «μαρτυρικός», «κόκκινος», «τραγικός» ή όπως αλλιώς έχει χαρακτηριστεί ο Δεκέμβρης του ’44, σημάδεψε τη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας και ουσιαστικά δεν έλειψε ποτέ από την επικαιρότητα. Δεν είναι απ’ τις «στιγμές» της ιστορίας που μπορούν να ξεχαστούν, ακόμα κι απ’ αυτούς που δεν τους συμφέρει να θυμούνται. Όμως ο Δεκέμβρης την τελευταία εικοσαετία επιλέχτηκε να καταταχτεί στις «σελίδες» της ιστορίας που έπρεπε να «παραδοθούν στη λήθη» και αυτή η επιλογή είχε σχέση με την προσπάθεια διαχείρισης της ριζοσπαστικοποίησης και του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος την περίοδο 1974-1980. Μια προσπάθεια που απαιτούσε το «εθνικό συμβόλαιο» και η ευρωποποίηση της πολιτικής ζωής, συνεπώς θα έπρεπε να αποφεύγουμε να «ξύνουμε παλιές πληγές». Αυτή η «συνομωσία σιωπής» έσπασε σε δυο περιπτώσεις. Το Δεκέμβρη του ’74 όταν ήρθαν για πρώτη φορά στο φως τα απόρρητα έγγραφα του Φόρεϊν Όφις που ανάγκασαν τον πολιτικό κόσμο να παραδεχτεί, για πρώτη φορά, την απροκάλυπτη επέμβαση των Άγγλων (βοηθούσε και το κλίμα της εποχής στο να πουλάνε σχετικά δημοσιεύματα). Η δεύτερη φορά ήταν ο Δεκέμβρης του ’94 που με αφορμή τα 50 χρόνια τα «Δεκεμβριανά» έγιναν πρόσκαιρος τηλεοπτικός αστέρας, για να επιτρέψουν σε άλλους αστέρες να παρελάσουν και να εκθέσουν τη νεότερη εκδοχή για τα γεγονότα, όχι ριζικά διαφορετική από προηγούμενες αλλά προσαρμοσμένη στα νεοταξικά «δεδομένα» των πεσμένων τειχών.

ΟΙ «ΙΣΤΟΡΙΕΣ» ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Έχει σημασία, προκειμένου να μπούμε στην ουσία της υπόθεσης, να ασχοληθούμε με τις «επίσημες» εκδοχές για το Δεκέμβρη, όχι για λόγους ιστορικής εγκυρότητας (αν και θα ήταν σοβαρότατος λόγος, πολύ περισσότερο όταν η ιστορία γράφεται από τους νικητές) αλλά κυρίως γιατί αυτές οι εκδοχές είναι ποτισμένες απ’ τις αντιλήψεις που κυριαρχούν στον τόπο μας για την πολιτική, τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της και την εξέλιξη της νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Όλες οι ερμηνείες του αστικού πολιτικού κόσμου για τα «Δεκεμβριανά» στρέφονται γύρω από την κεντρική ιδέα ότι οι κομμουνιστές προσπάθησαν να πάρουν την εξουσία και αυτή η προσπάθεια οδήγησε στη σύγκρουση, στο διχασμό κλπ. Η «σημερινή» εκδοχή του Μητσοτάκη: «οι κομμουνιστές θέλησαν να πάρουν την εξουσία και αρνήθηκαν τη συνεννόηση», δεν είναι καθόλου διαφορετική απ’ την εκδοχή πχ των απριλιανών ότι «κατά το Δεκέμβρη του 1944 εξεδηλώθη ανταρσία των κομμουνιστών κατά της εθνικής κυβερνήσεως». Διαφορετική έκφραση της ίδιας εκδοχής: η άρνηση του ΕΑΜ να δεχτεί ομαλές πολιτικές εξελίξεις οδήγησε στη σύγκρουση, στη δυναμική επιβολή των δημοκρατικών εξελίξεων. Η πιο «ακραία» άποψη για τα Δεκεμβριανά είναι αυτή της τρομοκρατίας. Ότι δηλαδή το ΕΑΜ ποτέ δεν έκανε αντίσταση κατά των γερμανών, αλλά επιδίδονταν στην τρομοκρατία των πληθυσμών της υπαίθρου και των πόλεων και τη δολοφονία δημοκρατικών αντιστασιακών (πχ Ψαρρός). Την ίδια ταχτική συνέχισε και μετά την απελευθέρωση αναγκάζοντας τις «συμμαχικές δυνάμεις να αναλάβουν δράσιν δια την καταστολήν της ερυθράς τρομοκρατίας και την επιβοήν της τάξεως». Πρόκειται για την εκδοχή του «κομμουνιστοσυμμοριτισμού» που λανσάρισε ο Τσώρτσιλ και τα τσιράκια του και που σήμερα δεν είναι ιδιαίτερα «δημοφιλής» στους επίσημους πολιτικούς που προτιμούν πιο sic εκδοχές, ως ευρωπαίοι.
Προφανώς η καλύτερη απάντηση σ’ όλες αυτές τις, όμοιες και συγχρόνως διαφορετικές, εκδοχές για το Δεκέμβρη του ’44 είναι η προσπάθεια προσέγγισης της ιστορικής πραγματικότητας. Και ενώ η απλή παράθεση των γεγονότων θα αρκούσε σαν απάντηση, η προσέγγιση της ιστορίας απαιτεί να προχωρήσουμε παραπέρα, στην προσπάθεια να διερευνηθούν τα πολιτικά προβλήματα της εποχής και οι συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκαν αυτά τα προβλήματα και οι λογικές που σημάδεψαν τις λύσεις που επιχειρήθηκε να δοθούν. Είναι φανερό ότι η «ιστορία του Δεκέμβρη» αρχίζει αρκετά νωρίτερα. Η κατοχή «ανέδειξε» ένα πολιτικό πρόβλημα «άγνωστο» για τον ελληνικό αστισμό μέχρι τότε. Μιλάμε για την ανάδειξη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ σε πρώτης τάξης πολιτική δύναμη, για την «τρομακτική» αύξηση της επιρροής ενός κόμματος που ενώ «μέχρι χθες» ήταν στην παρανομία και θεωρούνταν αντεθνικό, βρέθηκε να καθοδηγεί και να οργανώνει τον αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στους κταχτητές και να συσπειρώνει γύρω του όχι μόνο την πλειοψηφία του λαού αλλά και τις σοβαρότερες «πατριωτικές δυνάμεις» του αστικού πολιτικού κόσμου. Βέβαια τίποτα απ’ αυτά δεν έγινε ξαφνικά και τυχαία. Μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορούσε παρά να είναι αποτέλεσμα της πολιτικής γραμμής του αντιφασιστικού μετώπου και της καθημερινής προσπάθειας ανακούφισης του λαού, σε αντίθεση με την πολιτική και πραχτική απουσία ενός πολιτικού κόσμου που στην καλύτερη προσπάθεια πήγαινε στο Κάιρο και αδρανοποιούνταν και στη χειρότερη συνεργάζονταν, ανοιχτά ή καλυμμένα, με τους Γερμανούς. Η κατάσταση αυτή «καθόριζε» μια συγκεκριμένη ταχτική τόσο από την μεριά των «αστών πολιτικών» (που σπεύσανε να μπουν στην υπηρεσία, και υπό την προστασία, των Άγγλων σαν τη μοναδική διέξοδο πολιτικής επιβίωσής τους) όσο και απ’ τη μεριά των Άγγλων που ανέλαβαν να σηκώσουν το βάρος αντιμετώπισης του προβλήματος, αφού ήταν και οι κυρίως ενδιαφερόμενοι για τις μεταπολεμικές εξελίξεις στην περιοχή. Ήταν παραπάνω από φανερό, ομολογημένο, το ότι οι Άγγλοι δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση να «χάσουν» τον προμαχώνα τους στη νοτιοανατολική Ευρώπη, μια χώρα στην οποία παραδοσιακά διέθεταν σημαντική επιρροή, έλεγχαν τις εξελίξεις και την πολιτική της και την χρειάζονταν λόγω της σημαντικής γεωπολιτικής της θέσης.
Τα παραπάνω σήμαιναν ότι Άγγλοι και Κάιρο δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι την ανάπτυξη του ΕΑΜ και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να την περιορίσουν και να αναπτύξουν σαν αντίβαρο δικές τους ομάδες, ιδιαίτερα ένοπλες, που να μπορούν μελλοντικά να χρησιμοποιηθούν προς όφελος της πολιτικής και των επιδιώξεών τους. Το γεγονός ότι τέτοιες ομάδες, συγκροτημένες σε αντιεαμική βάση και διαποτισμένες στη λογική του αντιεαμικού αγώνα, είχαν την «τάση» να συνεργάζονται με τους Γερμανούς εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, πολύ λίγο απασχολούσε. Εξάλλου το κύριο μέλημα των Άγγλων και των συνεργατών τους ήταν ότι ο ΕΛΑΣ «δεν κάνει αντίσταση αλλά τρομοκρατεί τους πληθυσμούς». Έτσι σαμποτάρονταν συστηματικά η «βοήθεια» προς τον ΕΛΑΣ (μερικές φορές με επιτυχία) κλπ. Παρόλα αυτά, το γεγονός της ανάπτυξης και της δράσης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών, οι ανάγκες του στρατηγείου της Μέσης Ανατολής για σαμποτάζ και πολεμικές ενέργειες στην Ελλάδα και η σταθερή πολιτική αντιφασιστικής συμμαχίας του ΕΑΜ, το επέβαλαν σαν υπολογίσιμη δύναμη που ήταν αδύνατο να αγνοηθεί στις συζητήσεις για τις μεταπολεμικές εξελίξεις στην Ελλάδα.

Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΕΡΙΓΥΡΟΣ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Παράλληλα, πέρα από το συσχετισμό δυνάμεων μέσα στην Ελλάδα, το «σκηνικό» μέσα στο οποίο εκτυλίχθηκε το δράμα του Δεκέμβρη συμπληρώνεται με τις εξελίξεις που είχαν δρομολογηθεί στο διεθνές πεδίο και που επηρέασαν και αυτές, αντικειμενικά και υποκειμενικά, την πορεία των πραγμάτων στην Ελλάδα. Οι διεθνείς εξελίξεις αφορούσαν την πορεία του πολέμου και την αντιχιτλερική συμμαχία. Με τη γερμανική υποχώρηση, μετά το Στάλινγκραντ, και όσο περισσότερο γινόταν φανερό ότι η Γερμανία χάνει τον πόλεμο, έμπαινε «επί τάπητος» το πρόβλημα της μεταπολεμικής Ευρώπης (και όχι μόνο αυτής) που «απειλούσε» τη συνοχή της συμμαχίας. Ο διαφαινόμενος κίνδυνος, με την προέλαση του Κόκκινου Στρατού, να διευρυνθεί το ρήγμα που «άνοιξε» ο Οχτώβρης είχε σαν αποτέλεσμα να «κινητοποιούνται» απ’ την «άλλη πλευρά» δυνάμεις και σχέδια που προσπαθούσαν να αποτρέψουν αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο. Ήδη από τη διάσκεψη της Τεχεράνης ο Τσώρτσιλ προσπάθησε να επιβάλλει το άνοιγμα του περίφημου δεύτερου μετώπου στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη, για να «φράξει το δρόμο» στον κόκκινο στρατό και να εξασφαλίσει τον έλεγχο των εξελίξεων πραχτικά σ’ όλη την Ευρώπη. Το σχέδιο «κόλλησε» στην αντίδραση του Στάλιν που παρατήρησε ότι αυτή είναι «πολιτική και όχι στρατιωτική απόβαση» και επέβαλε την απόφαση για το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου στην Δυτική Ευρώπη. Στη συνέχεια επιχειρήθηκε να «πλασαριστεί» σαν δεύτερο μέτωπο η απόβαση στην Ιταλία, απόπειρα εξίσου ανεπιτυχής. Με αυτά τα σχέδια ανενεργά έμειναν «εν ζωή» τα σχέδια για χωριστή συνθήκη ειρήνης της Γερμανίας με τους δυτικούς, αφού έφευγε από τη μέση ο Χίτλερ, και της από κοινού αντιμετώπισης του «ερυθρού κινδύνου». Καθόλου φανταστικά σενάρια. Και η απόπειρα εναντίον του Χίτλερ εκδηλώθηκε, και συναντήσεις ανώτατου επιπέδου ανάμεσα στους «συμμάχους» και εκπροσώπους των Ες – Ες γίνανε. Εξάλλου και η εμμονή του Στάλιν για την απόβαση στη Γαλλία αποσκοπούσε, συν τοις άλλοις, στο να κόψει αυτές τις γέφυρες επικοινωνίας ή τουλάχιστον να αποτρέψει τα σενάρια χωριστής ειρήνης. Τελικά κι αυτά τα σχέδια ναυάγησαν και λόγω της εμμονής της Σοβιετικής Ένωσης στην αντιχιτλερική συμμαχία, αλλά και λόγω της ύπαρξης πλατιών μαζικών αντιφασιστικών κινημάτων στη Δυτική Ευρώπη που απειλούσαν να μετατρέψουν μια τέτοια κίνηση των αγγλοαμερικάνων σε μπούμερανγκ. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση ο καθορισμός ζωνών στρατιωτικής δράσης των χωρών μελών της αντιχιτλερικής συμμαχίας είχε και πολιτική σημασία. Πολύ περισσότερο που στη ζώνη δράσης των αγγλοαμερικάνων ανήκαν χώρες με μαζικά κινήματα στα οποία πρωτοστατούσαν κομμουνιστικά κόμματα (Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα κλπ) πράγμα που σήμαινε ότι θα βρίσκονταν αναγκαστικά αντιμέτωπα με τα συμμαχικά στρατεύματα σε περίπτωση που επιχειρούσαν να πάρουν την εξουσία.
Αυτή ακριβώς η διεθνής κατάσταση ερχόταν να διαμορφώσει, μαζί με το συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό, το ελληνικό πρόβλημα προς το τέλος του πολέμου. Πραχτική έκφραση αυτού του προβλήματος ήταν οι συζητήσεις για το πολιτειακό, το πολιτικό και το στρατιωτικό ζήτημα στη μεταπολεμική Ελλάδα. Οι Άγγλοι, στην προσπάθειά τους να ελέγξουν τις εξελίξεις, ήθελαν την επιστροφή του βασιλιά σαν «εγγυητή» του πολιτεύματος (δηλαδή της πολιτικής τους), τα βασικά υπουργεία της κυβέρνησης εθνικής ενότητας (αφού δεν μπορούσαν να την αποφύγουν) στους «έμπιστούς» τους πολτικούς του Καίρου, και τη δημιουργία εθνικού στρατού από χωριστές μεραρχίες με άνδρες των αντάρτικων οργανώσεων (μεραρχία από άνδρες ΕΛΑΣ, άλλη με άνδρες του ΕΔΕΣ κλπ). Φυσικά ταυτόχρονα προσπαθούσαν να ενισχύσουν όσο ήταν δυνατό τις «φιλικές δυνάμεις» (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κλπ), να διευρύνουν την περιοχή δράσης τους, εν ανάγκη και σε συνεργασία με τους Γερμανούς, και να διατηρούν επαφές με τα τάγματα ασφαλείας (κάθε βοήθεια δεκτή). Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση η στρατηγική και η τακτική του ΚΚΕ, αλλά και του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ, καθορίζονταν κατ’ αρχήν απ’ τις αποφάσεις του ΚΚΕ «στην Ελλάδα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε σοσιαλισμό, κι αν ακόμα όλος ο κόσμος μα πει πάρτε την και κάντε σοσιαλισμό. Γιατί τέτοια ήταν η κατάσταση της χώρας ... Οι αλλαγές που ωριμάζουν άμεσα είναι αστικοδημοκρατικές: αφού λυθούν όλα αυτά τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να πάμε προς το σοσιαλισμό ομαλά, μέσα στη δημοκρατική εξέλιξη ... στη συμφωνία μ’ αυτούς (τους αστούς πολιτικούς και την κυβέρνηση του Καίρου) δυο μόνο εγγυήσεις θέλουμε: α) ότι θα παλέψουμε όλοι μαζί κατά του καταχτητή και β) ότι κανένας δεν θα δώσει δυναμικές λύσεις» [Τοποθέτηση Σιάντου σε συνεδρίαση της ΠΕΕΑ 27/7/44]. Πέρα απ’ αυτήν την τοποθέτηση, οι κινήσεις, τόσο του ΚΚΕ, όσο και του ΕΑΜ-ΠΕΕΑ, καθορίζονταν και από την εκτίμηση ότι σε περίπτωση σύγκρουσης με τους Άγγλους, το ΕΑΜ θα διασπώνταν και ότι η στρατιωτική δύναμη του ΕΛΑΣ δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τα «αγγλικά καταδρομικά». Αυτή η εκτίμηση σημάδεψε ουσιαστικά τις εξελίξεις μιας και ήταν «υπεύθυνη», όχι για το ότι φτάσαμε στη σύγκρουση αλλά κυρίως για το πως και με ποιους όρους έγινε αυτή η σύγκρουση.
Πιο συγκεκριμένα οι προτάσεις του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ για τις μεταπολεμικές εξελίξεις ήταν: να μη γυρίσει ο βασιλιάς μέχρι να γίνει δημοψήφισμα που θα κρίνει το πολιτειακό (να υπάρξει δέσμευση του Γεωργίου γι’ αυτό), να σχηματιστεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας στην οποία διεκδικούσε τα μισά υπουργεία (οπωσδήποτε τα υπουργεία εσωτερικών και στρατιωτικών), δημιουργία ενιαίου στρατού με επικεφαλής έλληνα αρχιστράτηγο και επιτελάρχες, με ένωση των αντάρτικων ομάδων και όχι χωριστές μεραρχίες. Επιπρόσθετα θα έπρεπε να εγκατασταθεί κλιμάκιο της κυβέρνησης στο βουνό για να διευθύνει τον αγώνα κατά του καταχτητή, να ενισχυθεί άμεσα ο πληθυσμός με τρόφιμα, φάρμακα κλπ, να απομακρυνθούν όλα τα στελέχη (στρατιωτικά και πολιτικά) που είχαν σχέσεις με την 4η Αυγούστου και τους Γερμανούς, να κυρωθούν όλες οι αποφάσεις της ΠΕΕΑ, και σαν απαραίτητος όρος για όλα τα παραπάνω να καταγγελθούν απερίφραστα οι συνεργάτες των Γερμανών και να διαλυθούν τα τάγματα ασφαλείας. Μ’ αυτές τις προτάσεις πήγαν οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ στη διάσκεψη του Λιβάνου. Είναι γνωστό ότι εκεί αντιμετώπισαν συντονισμένη επίθεση απ τους «αγωνιστές του Καΐρου» με κατηγορίες ότι ασκούν τρομοκρατία, ότι δολοφονούν κλπ, ουσιαστικά βρέθηκαν αμυνόμενοι και η αντιπροσωπεία υποχώρησε απ’ τους αρχικούς όρους «για να επιτευχθεί η ενότητα» και δέχτηκε το ¼ των υπουργείων. Χαρακτηριστικό της ταχτικής Άγγλων – Παπανδρέου είναι το ότι ενώ η διάσκεψη ενέκρινε δήλωση καταγγελίας των ταγμάτων ασφαλείας και των δοσίλογων, αυτή ποτέ δεν μεταδόθηκε απ’ το ραδιόφωνο και το ότι ακόμα κι αυτή η συμφωνία για τον σχηματισμό κυβέρνησης άρχισε να καταστρατηγείται την επόμενη μέρα. Τελικά, παρά τις αντιδράσεις του «βουνού» και της συντριπτικής πλειοψηφίας του κόσμου η συμφωνία γίνεται αποδεχτή αφού ο Σβώλος απειλεί με παραίτηση, γίνεται ευρεία αναφορά στις συναντήσεις με τους πρέσβεις των συμμάχων (Άγγλων, Αμερικάνων και το γραμματέα της Σοβιετικής πρεσβείας) που σύστησαν ενότητα (ο σοβιετικός είπε την «προσωπική» του γνώμη), και επισημαίνεται ο κίνδυνος δυναμικής λύσης.
Το δεύτερο «επεισόδιο της ενότητας» έγινε στη διάσκεψη της Γκαζέρτας που ασχολήθηκε με το στρατιωτικό πρόβλημα. Εκεί η αντιπροσωπεία του ΕΛΑΣ αφού βρέθηκε αντιμέτωπη ... με τις διαταγές του Σκόμπυ (τις επέστρεψε όπως τις πήρε) συζήτησε για τη συγκρότηση εθνικού στρατού. Αποφασίστηκε να οριστεί αρχιστράτηγος ο στρατηγός Οθωναίος, να είναι ενιαίος ο στρατός και τέλος να αποβιβαστούν αγγλικά στρατεύματα στην Ελλάδα για να καταδιώξουν τους ... Γερμανούς (ούτε από μακριά δεν τους είδανε!) και να μην μπει ο ΕΛΑΣ στην Αθήνα. Έτσι ήρθανε οι Άγγλοι και απελευθερώσανε την απελευθερωμένη Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Και αφού η αγγλική τακτική των προκλήσεων και των καταστρατηγήσεων των συμφωνιών μέχρι τότε είχε αποδώσει, δεν υπήρχε κανένας λόγος να μη συνεχιστεί. Εξάλλου τα τηλεγραφήματα του Τσώρτσιλ, που βγήκαν στην επιφάνεια 30 χρόνια αργότερα, είναι αποκαλυπτικότατα των αγγλικών προθέσεων («φερθείτε σαν σε κατεχόμενη πόλη», «επιβάλετε την τάξη χωρίς αιματοχυσία αν είναι δυνατό, με αιματοχυσία αν είναι απαραίτητο»).
Τόσο η πολιτική δύναμη και επιρροή του ΕΑΜ, όσο και η ύπαρξη του ΕΛΑΣ ήταν αποφασιστικό εμπόδιο στα σχέδια των «συμμάχων» μας για πλήρη έλεγχο της Ελλάδας, οπότε θα έπρεπε οπωσδήποτε να προκληθεί μια δυναμική αναμέτρηση και να κληθούν τα αγγλικά τανκς, αεροπλάνα και καράβια να δώσουν λύση στο πολιτικό πρόβλημα. Αυτή ακριβώς η αναμέτρηση μεθοδεύτηκε με κυνικότατο τρόπο. Συγκεντρώθηκαν οι ταγματασφαλίτες «φρουρούμενοι» απ’ τους Άγγλους σε κεντρικά ξενοδοχεία της Αθήνας (για να μην «αυτοδιοικήσουν» οι κομμουνιστές) και από κει με την αγγλική προστασία πυροβολούσαν εν ψυχρώ τους διαδηλωτές.
Πιέζουν τον Οθωναίο να δεχτεί καταστρατήγηση της συμφωνίας της Γκαζέρτας και παρεμβάσεις στο σχηματισμό των επιτελείων του, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί. Και στις 26 Νοέμβρη ο Σκόμπυ παίρνει την πρωτοβουλία να επιβάλλει αποστράτευση των αντάρτικων ομάδων και δημιουργία χωριστών μεραρχιών κατά παράβαση της συμφωνίας της Γκαζέρτας. Μπροστά στην άρνηση του Σαράφη να δεχτεί διαταγές παρά μόνο μέσα στα πλαίσια της συμφωνίας και από την ελληνική κυβέρνηση δημιουργεί αδιέξοδο. Η κυβέρνηση δεν εκδίδει διάταγμα με τις διαταγές του Σκόμπυ, ο οποίος προσπαθεί να την υποσκελίσει, παραιτείται ο υπουργός στρατιωτικών και τελικά ο Παπανδρέου υπαναχωρεί από τη συμφωνία της Γκαζέρτας μετά από πιέσεις των Άγγλων. Παρόλα αυτά η κυβερνητική κρίση που ξεσπάει δεν κάνει δυνατή την έκδοση διατάγματος και την 1η Δεκέμβρη αεροπλάνα ρίχνουν προκηρύξεις με διαταγή του Σκόμπυ για αποστράτευση. Τώρα πια η ελληνική κυβέρνηση μπαίνει εντελώς στο περιθώριο και αναλαμβάνει ο Σκόμοπυ να φέρει σε πέρας το καθήκον της διάλυσης του ΕΛΑΣ. Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας παύει ουσιαστικά να είναι τέτοια με την παραίτηση των υπουργών της ΠΕΕΑ και το συλλαλητήριο της 3ης Δεκέμβρη χτυπιέται με πολυβόλα. Γίνεται νέο συλλαλητήριο την επόμενη μέρα, στην κηδεία των θυμάτων, και χτυπιέται κι αυτό ακόμα και με χειροβομβίδες που πέσανε από το μπαλκόνι του πρωθυπουργού που αναγκάζεται να παραιτηθεί για να ανακληθεί «στην υπηρεσία» από τον Τσώρτσιλ. Ουσιαστικά οι ένοπλες συγκρούσεις έχουν αρχίσει για να κλιμακωθούν σταδιακά με την προσπάθεια των άγγλων να αφοπλίσουν τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ και την αντίδραση του λαού της Αθήνας. Μέχρι τις 4-5 Γενάρη του ’45 που ο εφεδρικός ΕΛΣ εκκένωσε την Αθήνα, οι Άγγλοι με τη βοήθεια των ταγμάτων ασφαλείας πολεμούσαν με όλα τα μέσα εφεδρικά τμήματα του ΕΛΑΣ και άοπλους πολίτες που αντιστέκονταν στις επιθέσεις ενώ τα τμήματα του ΕΛΑΣ παρέμεναν έξω από την πόλη ή κυνηγούσαν τον Ζέρβα στην Ήπειρο. Στις 14 Γενάρη υπογράφεται η ανακωχή ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον Σκόμπυ και με βάση αυτήν ο ΕΛΑΣ συμπτύσσεται σε νέες θέσεις και στις 12 Φλεβάρη του ’45 υπογράφεται η συμφωνία της Βάρκιζας που προέβλεπε αφοπλισμό και διάλυση του ΕΛΑΣ, ειδικά συμβούλια για εκκαθάριση των σωμάτων ασφαλείας και των δημόσιων υπαλλήλων από τους δοσίλογους, την παραπομπή σε δίκη των δοσίλογων, εκλογές και δημοψήφισμα για το πολιτειακό μέσα στο ’45 κλπ. Οι Άγγλοι ανέλαβαν το ρόλο του ... εγγυητή για την τήρηση της συμφωνίας (προφανώς λόγω προηγούμενης πείρας). Φυσικά κι αυτή η συμφωνία δεν τηρήθηκε. Το μεταπολεμικό κράτος στηρίχτηκε στους δοσίλογους και τους βασιλικούς, εξαπολύθηκε άγρια τρομοκρατία ενάντια στη συντριπτική πλειοψηφία του λαού στην Αθήνα και την επαρχία και όπως μεθοδεύτηκε η σύγκρουση του Δεκέμβρη έτσι μεθοδεύτηκε και ο εμφύλιος πόλεμος με τη συστηματική καταδίωξη του κόσμου.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Για να ξαναγυρίσουμε στις επίσημες εκδοχές για το Δεκέμβρη, η απλή παράθεση των γεγονότων αρκεί για να δείξει πόσο στέκουν τα περί «ανταρσίας των κομμουνιστών». Βέβαια ο αστικός πολιτικός κόσμος έχει στηρίξει την ύπαρξή του στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και απ’ αυτή την άποψη οι διαταγές του Σκόμπυ έχουν γι’ αυτόν «ισχύ νόμου», αλλά αυτή τη ραγιάδικη λογική ο ελληνικός λαός, παρά τις σκληρές προσπάθειες της «ηγεσίας» του, δεν την αποδέχτηκε. Αντίθετα, ο Δεκέμβρης είναι από τις κορυφαίες στιγμές αντίστασης στους ιμπεριαλιστές και μάλιστα από έναν λαό ελάχιστα οπλισμένο. Γι’ αυτό ακριβώς και πρέπει η ιστορία του να ξαναγραφτεί, οι αμυνόμενοι να παρουσιαστούν επιτιθέμενοι, οι πατριώτες προδότες, οι συνεργάτες των γερμανών εθνικόφρονες και ανακαλυφθούν και θύματα της «κομμουνιστική τρομοκρατίας» (οι γνωστές ιστορίες με τα «κονσερβοκούτια»).
Όμως εκτός από τον επίσημο «αστικό» πολιτικό κόσμο υπάρχει και η επίσημη αριστερά που για 40 χρόνια έχει δικαιωματικά το ρόλο του «συνήγορου υπεράσπισης» του λαού. Δεν είναι τυχαίος ο όρος που χρησιμοποιούμε για τον ρόλο της: μια τεράστια, ατέλειωτη απολογία. Αντί να καταγγείλουν την προβοκάτσια της κατασκευής θυμάτων «σφαγιασθέντων υπό των αναρχοκομμουνιστών» (και υπάρχουν πλήρη στοιχεία για μια τέτοια καταγγελία) κλαψουρίζουν για τις ακρότητες που έγιναν «απ’ όλες τις πλευρές» και κάνουν «αυτοκριτικές». «Αυτοκριτική» για τα «αριστερά» λάθη της ηγεσίας που δεν υποχώρησε στις αγγλικές προκλήσεις για να αποφευχθεί η σύγκρουση και να διασφαλιστούν οι ομαλές εξελίξεις (σιγά μην διασφαλίζονταν), «αυτοκριτική» γιατί «πέσαμε» στην παγίδα των Άγγλων και στο κάτω – κάτω της γραφής δεν φταίμε «εμείς» αλλά ο Στάλιν που δεν μας ειδοποίησε έγκαιρα ότι μας «έδωσε» στους Άγγλους για να συμμορφωθούμε βρε αδερφέ! Τέτοιο είναι το χάλι τους και η «πρεμούρα» τους να αναδειχτούν σε «εθνική δύναμη», που ενώ το ’75 ο αστικός τύπος (τα «Νέα») έψαξε και βρήκε στη Γερμανία τον αξιωματικό του 2ου γραφείου της Βέρμαχτ στα Γιάννενα και του πήρε συνέντευξη για να αποδείξει τη συνεργασία του ΕΔΕΣ με τους Γερμανούς (είδες τι κάνει η ριζοσπαστικοποίση!), το ’81 η αριστερά πανηγύριζε γιατί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «αναγνώρισε» την εθνική αντίσταση «μέχρι του 1944» τσουβαλιάζοντας ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κλπ. Για να μην μιλήσουμε για τον τραγικό επίλογο της «εθνικής συμφιλίωσης» κατά τη διάρκεια της «ηρωικής» Τζανετάκειας περιόδου όπου θάφτηκε οριστικά το «παρελθόν» και μαζί μ’ αυτό και η μνήμη των αγωνιστών που πέσανε για να μείνει η Ελλάδα αδούλωτη. Το πολύ – πολύ η πιο «αριστερή» εκδοχή: η ηγεσία έκανε ό,τι μπορούσε αλλά οι αντικειμενικές συνθήκες και η δύναμη του αντιπάλου μας καταδίκασαν στην ήττα.
Εδώ είναι ζήτημα ουσίας. Μπορούσε να υπάρχει μια διαφορετική εξέλιξη και υπό ποιες προϋποθέσεις; Μπορούσε πράγματι το ΕΑΜ ή το ΚΚΕ να επιβάλει «ομαλές εξελίξεις» ή να πάρει την εξουσία, ή το λαϊκό κίνημα ήταν «χαμένο από χέρι»; Μια «αριστερή» κριτική της ηγεσίας είναι ότι είχαν την εξουσία στα χέρια τους και την παρέδωσαν στους Άγγλους, άρα προδοσία. Μάλλον εύκολη κριτική. Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί σε διεθνές επίπεδο και ο συσχετισμός δυνάμεων μέσα στην Ελλάδα δημιουργούσαν μια αντίθεση απ’ τη φύση της εκρηκτική. Κυρίαρχη παρουσία των Άγγλων στην ευρύτερη περιοχή απ’ τη μια, κυρίαρχη του ΕΑΜ μέσα στην Ελλάδα απ’ την άλλη. Αυτή η αντίθεση, αν παρθεί υπόψη και η ιδιαίτερη σημασία της Ελλάδας στα σχέδια των Άγγλων, οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη σύγκρουση. Αυτή η επιλογή είχε γίνει απ’ την αρχή, απ’ την μεριά των ιμπεριαλιστών, και ήταν αρκετά καθαρή για όποιον ήθελε να βλέπει. Και σε μεγάλο βαθμό η ηγεσία ο του κινήματος είχε αντιληφθεί τις κινήσεις που γίνονταν. Γνώριζε την αντιΕΑΜική πολιτική των Άγγλων, το ότι στήριζαν το βασιλιά, το ότι είχαν διασυνδέσεις με τους δοσίλογους το ότι σαμποτάριζαν συστηματικά το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Μια απλή ανάγνωση του αρχείου της ΠΕΕΑ το αποδεικνύει. Το γεγονός ότι ακολούθησε την αναποτελεσματική ταχτική της με κάθε τρόπο αποφυγής της σύγκρουσης έχει να κάνει με κάποια «μηνύματα» που είχε πάρει «απέξω» (θεωρούσαν σοβαρότατο επιχείρημα την «προσωπική άποψη» του γραμματέα της Σοβιετικής πρεσβείας στο Κάιρο, το περίφημο τηλεγράφημα του Δημητρώφ και διάσημο «νεύμα» του Ποπόφ που «οδήγησε» στην υποταγή της Βάρκιζας), αλλά είχε κυρίως σχέση με την εκτίμηση για τις δυνατότητες του ελληνικού κινήματος.
Κατ’ αρχήν όσον αφορά τον διεθνή παράγοντα αυτός επηρέασε τα ελληνικά πράγματα αντικειμενικά (είναι άλλη κουβέντα αν έπρεπε ή όχι να διατηρηθεί η αντιχιτλερική συμμαχία, με τι όρους μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο κλπ. Εδώ μπορούμε απλά να πούμε ότι εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό σ’ αυτό το επίπεδο). Υποκειμενική παρέμβαση των σοβιετικών, δηλαδή μια συγκεκριμένη γραμμή, για το τι θα έπρεπε να κάνει το ΚΚΕ δεν υπήρξε. Το μόνο που υπήρξε ήταν «νεύματα» τα οποία κανονικά θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη όσο τους άξιζε, δηλαδή ελάχιστα έως καθόλου. Προφανώς οι σοβιετικοί δεν θα ήταν ευτυχισμένοι με μια σύγκρουση στην Ελλάδα, πολύ περισσότερο ο Δημητρώφ, αλλά αυτό θα έπρεπε να τεθεί καθαρά και να συζητηθεί ή δεν θα έπρεπε να τεθεί καθόλου. Μ’ αυτή την έννοια ο σοβαρότερος λόγος για την ταχτική που ακολουθήθηκε ήταν η σοβαρή υποτίμηση των δυνατοτήτων του λαϊκού κινήματος. Η πιθανότητα σύγκρουσης δεν απασχόλησε ποτέ σοβαρά την τότε ηγεσία του ΚΚΕ γιατί ήταν αποκλεισμένη ευθύς εξαρχής στη βάση της λογικής: «πού πάμε χωρίς ναυτικό και αεροπορία να τα βάλουμε με μια αυτοκρατορία, αν έρθουν τα καταδρομικά ...». Αυτό ήταν και το σοβαρότερο λάθος που έκαναν. Ο λαός ήταν και θα παρέμενε σε μεγάλο βαθμό ενωμένος και ενάντια στους Άγγλους. Η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό ήταν η μαζική αγανάχτηση και κατακραυγή για την υποχωρητικότητα της ηγεσίας στο Λίβανο. Αλλά αντί γι’ αυτό πάρθηκε υπόψη η απειλή παραίτησης του Σβώλου. Απ’ την άλλη μεριά, όλη η δράση του κόμματος και του ΕΑΜ στη διάρκεια της κατοχής αποδείκνυε περίτρανα ότι τη δύναμη δεν τη δίνουν τα όπλα αλλά η αποφασιστικότητα και η πολιτική συνείδηση ενός κόσμου που έβρισκε χιλιάδες τρόπους να οπλίζεται αφοπλίζοντας τους πάνοπλους Γερμανούς. Και αυτή η πείρα αγνοήθηκε. Έτσι οδηγηθήκαμε στη σύγκρουση με τους όρους που ήθελε ο Σκόμου. Ακόμα κι έτσι οι στρατιωτικές δυνατότητες επέτρεπαν τη νίκη του ΕΛΑΣ, μόνο που ο ΕΛΑΣ κρατήθηκε έξω απ’ τη μάχη για να μην προκαλέσει γενικότερη επέμβαση των Άγγλων. Με τέτοιους όρους δεν κερδίζονται ούτε μάχες, ούτε εξουσίες.
Δεν ισχυριζόμαστε ότι η επικράτηση του ΕΑΜ θα ήταν «παιχνιδάκι». Θα χρειαζόταν πιθανόν ένα μακρόχρονο πόλεμο, αλλά ήταν ένας πόλεμος που αν δινόταν με σοβαρότητα και αποφασιστικότητα θα μπορούσε να κερδηθεί. Γιατί ούτε για τους Άγγλους θα ήταν εύκολη υπόθεση να υποτάξουν ένα λαό που είχε μάθει να αντιστέκεται. Εδώ χρειάστηκαν ένα μήνα για να διώξουν από την Αθήνα τους μισοοπλισμένους και αναγκάστηκαν να κάνουν τέτοια αίσχη που στοίχισαν στον Τσώρτσιλ την πρωθυπουργία.
Θα μπορούσε λοιπόν να υπάρχει μια διαφορετική εξέλιξη αλλά για να γίνει αυτό θα χρειαζόταν μια καθοδήγηση που να μπορεί να σκέφτεται με το δικό της κεφάλι, να πιστεύει στη δύναμη του λαού, να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις και να προσανατολίζει σταθερά το κίνημα. Αυτό θα μπορούσε να είναι και ένα δίδαγμα για το μέλλον μαζί με μια ολόκληρη τοποθέτηση για τα αίτια των αδυναμιών της τότε ηγεσίας, μια τοποθέτηση που δεν χωράει σ’ αυτό το άρθρο.

Πολιτικό Δελτίο Α/συνέχεια Νο 44 31/1/1995

Δεν υπάρχουν σχόλια: