3.12.10

Η Ματωμένη Κυριακή 3 Δεκέμβρη 1944

Η πρόκληση

Κυριακή 3 του Δεκέμβρη 1944:

Η αδούλωτη Αθήνα και πάλι σε αγωνιστικό συναγερμό: Σύσσωμος ο εργαζόμενος λαός, άντρες και γυναίκες, ντυμένοι στα γιορτινά, στην πρόσκληση του ΕΑΜ απαντούσαν με την αγωνιστική συμμετοχή τους στην παλλαϊκή εκδήλωση για την εξασφάλιση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων τους, που κέρδισαν με σκληρούς αγώνες και ποτάμια δάκρυα και αίμα. Στους τόπους συγκέντρωσης κάποιοι ψιθυρίζουν στ’ αυτιά των απλών ανθρώπων πως η εκδήλωση απαγορεύτηκε από τον Παπανδρέου και είναι παράνομη. Μα κανένας δεν νιώθει τι σημαίνει αυτό, μήπως όταν όλα τα πλάκωνε η μαύρη σκλαβιά, οι αδούλωτοι σκλάβοι ζητούσαν την άδεια να αγωνισθούν για να καταλύσουν τη δουλεία; Τα χωνιά, τα συνθήματα, τα τραγούδια των επονιτών ηλεκτρίζουν τα πλήθη. Στις ηρωικές συνοικίες ακούεται το σύνθημα «Λαοκρατία και όχι νέα Κατοχή!». Ο Λαός βλέπει με τα μάτια της καρδιάς του από που ερχόταν ο κίνδυνος.

Ποτάμια τα πλήθη, με σημαίες και λάβαρα, με πλακάτ και βροχή τα φέιγ-βολάν και οι προκηρύξεις, κινούνταν προς το κέντρο της Αθήνας. Αστυφύλακες – οι άγγελοι αυτοί φύλακες χτες της γερμανοφασιστικής «νέας τάξης πραγμάτων» και σήμερα ελπιδοφόρα όργανά της «νέας αγγλικής κατοχής» – σε μικρές ομάδες, έχουν πιάσει όλες τις γωνίες των δρόμων που οδηγούν στην πλατεία Συντάγματος. Στην Αστυνομική Διεύθυνση έχει συγκεντρωθεί η κύρια δύναμη που προοριζόταν για την πρόκληση. Ένα τμήμα της είχε οχυρωθεί πίσω από ένα πέτρινο ντουβαράκι στο αντικρινό πεζοδρόμιο, που δέσποζε πάνω από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Η ενέδρα είχε στηθεί!

Ώρα 10 και 45 λεπτά. Πλημμύρισε η πλατεία και όλοι οι γύρω δρόμοι. Μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη έχουν συγκεντρωθεί λαϊκές Επιτροπές, διοικήσεις Σωματείων και στελέχη του κινήματος. Είχε προγραμματιστεί ν’ αρχίσει η εκδήλωση με κατάθεση στεφάνων στη μνήμη εκείνων που θυσίασαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία.

Ξαφνικά από τα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνση ρίχνονται οι πρώτοι πυροβολισμοί. Ακολούθησαν ριπές πολυβόλων και αυτομάτων όπλων. Δεκαπέντε περίπου νεκροί και τραυματίες πέφτουν πάνω στο μαρμαρόστρωτο χώρο του μνημείου. «Οι πυροβολισμοί – έγραψε αργότερα ο Β. Μπαρτζιώτας – σκόρπισαν (όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις), τη σύγχυση στους διαδηλωτές, που αποσύρθηκαν και, για μιά στιγμή, η Πλατεία Συντάγματος άδειασε. Έμειναν μόνο τα πτώματα των σκοτωμένων και οι βαριά τραυματίες. Εκείνη τη στιγμή – συνεχίζει την αφήγηση των δραματικών γεγονότων ο Β. Μπαρτζιώτας – βρισκόμασταν μαζί με τον σ. Καλοδίκη (μέλος της Ε.Π. της Κ.Ο.Α. και της ΚΕ του ΚΚΕ, που σκοτώθηκε από τους μοναρχοφασίστες στη Λάρισα) μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από την Πλατεία Συντάγματος, γύρω από τη Μητρόπολη της Αθήνας. Έπειτα απ’ τη δολοφονική αυτή επίθεση πήραμε δυό σοβαρά μέτρα: Ειδοποιήσαμε το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ Αθήνας να ‘ναι σε επιφυλακή, έτοιμο για δράση, και ρίξαμε στη διαδήλωση νέες δυνάμεις, 200.000 εργάτες, που ‘χαμε συγκεντρωμένους στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι» (1).

Στο μεταξύ ο λαός συνήλθε από τον αιφνιδιασμό. Ορμητικά η λαοθάλασσα ξαναπλημμύρισε την Πλατεία. Νέες φάλαγγες, όπως και στην περίοδο της κατοχής, κατέφθαναν στο Σύνταγμα. Νέοι πυροβολισμοί, ομαδικότεροι και πυκνότεροι, ρίχνουν πάνω στην άσφαλτο και άλλους νεκρούς και τραυματίες. Το πλήθος ξαπλώθηκε κάτων και δεν έφυγε. Έπρεπε να μαζέψει τους νεκρούς και τραυματίες της άτιμης και απρόκλητης δολοφονικής επίθεσης.

Η επιμονή και το πείσμα του λαού πανικόβαλε τους δολοφόνους. Άφησαν τις θέσεις τους και μαζεύτηκαν στο μέγαρο της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Οι περισσότεροι καλύφτηκαν πίσω από τον ψηλό σιδερένιο φράχτη του μεγάρου. Ο λαός ήταν πια κυρίαρχος στην Πλατεία. Ο Μακνήλ που παρακολούθησε τα γεγονότα, περιγράφει τη συνέχεια στο βιβλίο του:

«... Γύρω από το σημείο της ασφάλτου, όπου είχαν σφαγιασθεί οι σύντροφοί τους, σχηματίστηκαν μικροί όγκοι από λουλούδια και κλαδιά, ενώ εκατοντάδες από τους διαδηλωτές έσκυβαν να βουτήξουν το μαντήλι τους στο νωπό αίμα, που λίμναζε στο κατάστρωμα του δρόμου. Και τα μαντήλια αυτά γίνονταν σημαίες που τις περνούσαν μέσα από τα πλήθη, ενώ όσοι τα κρατούσαν καλούσαν όλους τους γύρω τους να αγγίξουν το ματωβαμένο πανί και να ορκιστούν εκδίκηση εναντίον εκείνων που προκάλεσαν τη σφαγή...» Και παρακάτω: «Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση που γνώρισε ποτές η Αθήνα...», «... νέες κοπέλες ηλικίας μόλις δεκατεσσάρων ετών, παρήλαυναν έχοντας τις άκρες από τις φούστες τους βουτηγμένες μέσα στο αίμα που λίμναζε στο δρόμο...» (2)

Η οργή του λαού είχε κορυφωθεί. Η Πλατεία Συντάγματος και οι γύρω της δρόμοι είχαν πλημμυρίσει από έναν λαό που ζητούσε εκδίκηση. Στα κυρίαρχα συνθήματα «θάνατος στους δολοφόνους!» και «Λαοκρατία και όχι άλλη κατοχή!», «Συναγωνιστές στα όπλα!», «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα!». Οι προβοκάτορες είχαν εξαφανιστεί. Οι Άγγλοι, που ήσαν συγκεντρωμένοι στα ξενοδοχεία της Πλατείας, μαζί με όλη την «αφρόκρεμα» της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και τους πολιτικούς και στρατιωτικούς εκπροσώπους της, βλέποντας τη λαοθάλασσα να μένει στην περιοχή του κέντρου της πόλης και να φουσκώνει με νέες εξαγριωμένες μάζες, φέρνουν στην Πλατεία Συντάγματος καινούργιες βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις με τανκς και θωρακισμένα αυτοκίνητα. Το μίσος του λαού, που ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τους αποικιοκράτες, κορυφώθηκε.

Η δολοφονική επίθεση στην Πλατεία Συντάγματος, που ξάπλωσε πάνω στην άσφαλτο 21 νεκρούς και πάνω από 140 τραυματίες, άοπλους διαδηλωτές, δεν έπρεπε να μείνει ατιμώρητη. Με πίστη στην ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, ο λαός περίμενε οδηγίες. Μάζεψε τους νεκρούς, έδωσε τις απαραίτητες πρώτες βοήθειες στους τραυματίες, που τους μετέφερε στα πλησιέστερα νοσοκομεία, και περίμενε.

Τις πρώτες απογευματινές ώρες, ο Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ προσπάθησε να καθησυχάσει τα πλήθη. Ζήτησε ψυχραιμία και πίστη στο ΕΑΜ και τον δίκαιο αγώνα του λαού. Τους ανακοίνωσε την απόφαση της ΚΕ του ΕΑΜ για παλλαϊκή κηδεία των θυμάτων και τους κάλεσε να αποχωρήσουν με τάξη και πειθαρχία στις γειτονιές τους.

Αμέσως, γρήγορα και πειθαρχημένα, η λαοθάλασσα άδειασε την Πλατεία Συντάγματος. Το θέαμα της αποχώρησης ήταν εκπληκτικό και προκάλεσε τρόμο στους ντόπιους αντεπαναστάτες και τους ξένους υποκινητές του εμφυλίου πολέμου, περισσότερο απ’ ό,τι δοκίμασαν όταν ξέσπασε η οργή του λαού. Ένας εξαγριωμένος λαός, που σε ένα μόνο νεύμα της ηγεσίας του πειθαρχεί, δεν είναι δούλος, αλλά συνειδητός αγωνιστής, που έχει συναίσθηση πως η δύναμη του βρίσκεται στην ενότητα και την ενιαία και συντονισμένη δράση του.

Πολλές λαχτάρες μέσα σε λίγες ώρες δοκίμασαν οι υποκινητές του εμφυλίου πολέμου.


Ξεσπάει η λαϊκή οργή

Πειθαρχημένα ο λαός γύριζε στα σπίτια του. Μα ο εχθρός είχε τα σχέδιά του και τα όργανά του είχαν εντολές να συνεχίσουν τις προκλήσεις. Σε πολλές γειτονιές, οι αστυνομικοί και οι συμμορίτες τη «Χ» και του ΕΔΕΣ προκάλεσαν επεισόδια, που γρήγορα πήραν διαστάσεις. Ο αγαναχτησμένος λαός πέρασε τότε στην αντεπίθεση. Διέλυσε τις συμμορίες, χτύπησε μερικά αστυνομικά τμήματα. Οι αστυφύλακες κατατρομαγμένοι εγκατέλειψαν πολλά τμήματα και έφυγαν για την Αστυνομική Διεύθυνση, που τώρα πια είχε ισχυρή μηχανοκίνητη βρετανική φρουρά. Τη στιγμή εκείνη, όλες σχεδόν οι συνοικίες της πρωτεύουσας είχαν καθαριστεί από τις εστίες των αντεπαναστατών.

Έτσι άρχισε ο «Μεγάλος Δεκέμβρης». Οι λαϊκές μάζες, μαζί με τις πολιτικές τους οργανώσεις, απάντησαν με πρωτοβουλία τους στις δολοφονικές προκλήσεις των προβοκατόρων, αφού άδικα περίμεναν τις εντολές της κεντρικής ηγεσίας του κινήματος. Αυτή είχε χάσει τον προσανατολισμό της. Οι προθέσεις της, όταν κάλεσε το λαό να δραστηριοποιηθεί, ήταν σταθερά καθορισμένες: Να εκδηλωθεί η θέληση του Λαού για το σχηματισμό Κυβέρνησης που θα εξασφαλίσει πραγματική Δημοκρατία. Οι προβλέψεις της ήταν πως θα γινόταν η συγκέντρωση της πλατείας Συντάγματος ομαλά, χωρίς περιπλοκές και αιματηρά επεισόδια. Θεωρούσε πιθανές κάποιες προκλήσεις από μέρους μικρών, σκόρπιων εστιών της αντίδρασης, που όμως θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν ψύχραιμα και χωρίς να γίνει χρήση όπλων. γι’ αυτό είχε δώσει αυστηρή εντολή να είναι όλοι άοπλοι, ακόμα και οι ομάδες του ΕΛΑΣ, που θα περιφρουρούσαν την εκδήλωση.

Είναι πολύ χαρακτηριστική, αλλά και αποστομωτική για τους διαστρεβλωτές και πλαστογράφους των γεγονότων και των επίσημων ντοκουμέντων, η απόφαση της ΚΕ του ΕΑΜ, που πάρθηκε ομόφωνα, στις 1 του Δεκέμβρη. Θέμα της συνεδρίασης ήταν η αντιμετώπιση της κατάστασης όπως διαμορφωνόταν μετά τη διάσπαση της κυβερνητικής ενότητας. Αφού διαπίστωνε ότι μοναδική διέξοδος από την κυβερνητική κρίση μπορεί και πρέπει να είναι πολιτική, με τη συγκρότηση μιάς νέας κυβέρνησης, πραγματικά εθνικής και δημοκρατικής ενότητας, με επικεφαλής έναν από τους ηγέτες των παραδοσιακών παλαιοδημοκρατικών κομμάτων, έκανε την παρακάτω έκκληση: «Όλοι οι δημοκράτες, όλοι όσοι πονούν για την ησυχία και την προκοπή του τόπου, ας ενωθούν με το λαό, για να ματαιώσουν τα σκοτεινά σχέδια της αντίδρασης... Το ΕΑΜ, όπως μέσα στα σκοτάδια της σκλαβιάς, έτσι και τώρα που πυκνώνει ο μαναρχοφασισμός τα σύγνεφα για τη θύελλα του αλληλοσπαραγμού, δείχνει με την απόφαση του το σωστό, το μοναδικό δρόμο της ομαλότητας. Να διαλυθούν όλα τα εθελοντικά σώματα. Κάθε άλλη αξίωση για μονόπλευρη διάλυση, για διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας τη στιγμή που διαλύεται ο ΕΛΑΣ, αποτελεί πρόκληση, αποτελεί ανοιχτή συνωμοσία κατά των ελευθεριών του Λαού. Όλες οι προφάσεις, όλες οι δικαιολογίες είναι ψεύτικες» (3).

Η ηγεσία του λαϊκού κινήματος δεν ήθελε την ένοπλη σύγκρουση και είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της να την αποφύγει. Ακόμα και μετά την ιταμή πρόκληση του Σκόμπυ, την υποτέλεια στα αγγλικά κελεύσματα του Παπανδρέου και την παραίτηση των υπουργών, όταν πια είχε γίνει φανερό πως ο δρόμος του ειρηνικού περάσματος είχε κλείσει και διαγραφόταν το φάσμα του εμφυλίου πολέμου, συνέχιζε την τακτική των μαζικών πιέσεων για ομαλή έξοδο από την κρίση. Την 1η του Δεκέμβρη σε άρθρο στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» τονιζόταν:

«... Ξέρουμε ποιοι τον θέλουν (τον εμφύλιο πόλεμο) στην Ελλάδα, ξέρουμε ποιοι τον θέλουν σ’ όλον τον κόσμο. Το κόμμα μας δεν πρόκειται ν’ αναλάβει την ευθύνη για το εξαπόλυμά του... Θα την έχουν εκείνοι που στην κρισιμότερη στιγμή της Ελλάδας και του κόσμου παραβιάζουν τη συμφωνία του Έθνους και των συμμάχων μας για τη συντριβή του φασισμού και τη δημοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας» (4).

Δεν είναι, όμως, αρκετή η καλή πρόθεση και η θέληση της μιας μόνο πλευράς. Η άλλη πλευρά, αη αντιλαϊκή, ακριβώς το αντίθετο επιθυμούσε και συστηματικά προκαλούσε. Η ομαλότητα και η τάξη είχαν γίνει ο βραχνάς της. Δεν υπήρχε καμιά, μα απόλυτα καμιά πιθανότητα να επιβιώσει το πολιτικό και κοινωνικό σύστημά της, αν ομαλά φτάνανε τα πράγματα μέχρι τη γνήσια εκλογική αναμέτρηση. Μόνη λύση θεωρούσαν την ένοπλη επέμβαση. Αυτή τη λύση σχεδίαζαν και προωθούσαν συστηματικά και επίμονα από τα χρόνια της χιτλεροφασιστικής κατοχής, για να ξαναπάρουν την Ελλάδα κάτω από την κυριαρχία τους. υπολόγιζαν ότι στην πρόκληση της Πλατείας Συντάγματος το ΕΑΜ θα έχανε την ψυχραιμία του και θα απαντούσε με τα ίδια μέσα. Έτσι απροετοίμαστο καθώς ήταν, εύκολα θα το συντρίβανε.

Ο Μ.Γουντχάουζ-Κρις, που σαν αρχηγός της ΒΣΑ στα ελληνικά βουνά στάθηκε ο κύριος εκτελεστής του αγγλικού σχεδίου, στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει την δολοφονική επίθεση ενάντια στον άμαχο λαό της Αθήνας, διαστρεβλώνει συνειδητά τον χαρακτήρα και τους σκοπούς της παλλαϊκής συγκέντρωσης στην Πλατεία Συντάγματος. Ισχυρίζεται ότι:

«Εκείνο το πρωί της Κυριακής, 3 Δεκεμβρίου, η επανάσταση είχε ξεσπάσει. Όταν τα πλήθη των διαδηλωτών βρέθηκαν αντιμέτωπα με την αστυνομία, στην πλατεία Συντάγματος, πολλοί αστυνομικοί πυροβόλησαν κατευθείαν πάνω τους, πράγμα που χωρίς αμφιβολία, ήταν ο σκοπός για τον οποίο τα είχε συγκεντρώσει εκεί το ΚΚΕ. Σύμφωνα με μερικές αφηγήσεις, το πλήθος ανταπέδωσε τα πυρά. Σύμφωνα με άλλες, πυροβόλησε πρώτο και είχε ήδη ρίξει χειροβομβίδες στα παράθυρα πολιτικών αντιπάλων, πριν φθάσει στην πλατεία Συντάγματος... Ο Παπανδρέου σε ραδιοφωνική ομιλία εκείνη τη νύχτα, επέρριψε την ευθύνη στους κομμουνιστές. Είχε δίκιο, αλλά η αστυνομία του είχε διευκολύνει το ΚΚΕ, στα μάτια του μεγαλύτεροι μέρους του Τύπου και του κόσμου ολόκληρου, να τον φέρει σε μειονεκτική θέση με τη σειρά του. Όπως είπε κάποιος ανώτατος αστυνομικός στην Αθήνα, «ήταν χειρότερο από έγκλημα, ήταν ανοησία». Ο συνταγματάρχης Γρίβας έριξε την Χ στη μάχη, χαρίζοντας έτσι ένα ακόμα χαρτί στο ΚΚΕ...» (5)

Μετά τον πόλεμο δημοσιεύτηκαν πολλά επίσημα έγγραφα των Συμμάχων και των αντιπάλων τους, και πολλές εργασίες πολιτικών και ιστορικών, σχετικά με την αγγλική πολιτική στη διάρκεια του πολέμου και ειδικότερα τις επεμβάσεις της στην Ελλάδα, που δε μπορεί στα σοβαρά να υποστηρίζεται πως το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, άρχισε την επανάστασή του με την ειρηνική συγκέντρωση στην Πλατεία Συντάγματος. Θέλοντας, όμως, οι αντιδραστικοί να διατηρήσουν το μύθο ότι οι κομμουνιστές προκάλεσαν την ένοπλη σύγκρουση του Δεκέμβρη, άλλαξα τακτική. Ο Κούσουλας, π.χ. στο βιβλίο του, στη σελίδα 207, έγραψε πως:

«Αν τα συγκεκριμένα αυτά επεισόδια δεν είχαν γίνει, άλλα γεγονότα θα μπορούσαν να είχαν χρησιμεύσει για τον ίδιο σκοπό. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι πέντε μέρες νωρίτερα η κομμουνιστική ηγεσία είχε αποφασίσει να ρίξει τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο».

Η εξήγηση αυτή πάει σα γάντι στους υπεύθυνους Άγγλους ηγέτες, και ο Μακμίλλαν δε χάνει την ευκαιρία να την αξιοποιήσει:«Η κομμουνιστική εξέγερση – έγραψε – δεν προκλήθηκε από μια ατυχή σύγκρουση, κατά τη διάρκεια μιας πολιτικής διαδήλωσης. Ήταν αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης αποφάσεως, που είχαν λάβει οι Κομμουνιστές ηγέτες... τουλάχιστον πέντε μέρες ενωρίτερα».

Τα στοιχεία, όμως, που προσφέρονται σήμερα στους ιστορικούς επιβεβαιώνουν το αντίθετο. Η αλήθεια μπορεί να διατυπωθεί έτσι: «Και να μην είχαν συμβεί τα γεγονότα της 3ης του Δεκέμβρη, άλλα γεγονότα θα κατασκευάζονταν, για να υπάρξει αφορμή έναρξης της εφαρμογής του σχεδίου «Μάννα» που με τόση επιμέλεια είχαν προετοιμάσει οι Άγγλοι και με τόση επιμονή και συστηματικότητα προωθούσαν». Για τους Άγγλους, η ένοπλη επέμβαση ήταν αναγκαία και αναπόφευκτη. Μόνο αν σωστά είχε αντιληφθεί η καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ αυτό το πρόβλημα, αν έγκαιρα έπαιρνε όλα τα αναγκαία πολιτικά και στρατιωτικά μέτρα και ενεργούσε προσεκτικά, με σύνεση αλλά και αποφασιστικότητα, θα μπορούσαν να ματαιωθούν τα σχέδια των Άγγλων. Και, αν αυτό δε γινόταν δυνατό, έπρεπε να δοθεί η μάχη εκεί που θα διάλεγε το λαϊκό κίνημα και τη στιγμή που αυτό θα καθόριζε.


Μαρτυρίες και διαπιστώσεις των ξένων δημοσιογράφων

Σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε τη διαπίστωση του πεπειραμένου δημοσιογράφου Μ. Φόντορ, που δημοσιεύτηκε σεις 17 Φλεβάρη 1945 στη «New York Post»: «Μέσα σε 25 χρόνια έχω δει σχεδόν όλες τις επαναστάσεις της Ευρώπης. Αυτή εδώ ήταν η πιο ήρεμη και πολιτισμένη επανάσταση που έχω δει ποτέ, μέχρι τη στιγμή που η αστυνομία άρχισε να πυροβολεί και οι Άγγλοι επενέβησαν» (6).

Αυτόπτης μάρτυρας, ο τότε Άγγλος αξιωματικός Μπίφορντ Τζόουνς, που περιέγραψε όσα είδε και άκουσε με τα ίδια του τα αυτιά, διαψεύδει τον Παπανδρέου:

«...παρατηρούσα τους διαδηλωτές να καταφθάνουν στην πλατειά κρατώντας τα πλακάτ τους και σημαίες αγγλικές, αμερικάνικες, ρώσικες και ελληνικές. Καθώς η πορεία σχηματίζεται τα μεγάφωνα συνεχώς μετάδιναν τα συνθήματα τους. «Κάτω ο Παπανδρέου» φώναζαν εν χορώ. «Κάτω η επέμβαση», «Να δικαστούν οι δοσίλογοι!»,,, Στάθηκα έξω από το καφενείο του Γιαννάκη, το οποίο βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου που στεγάζει τη διοίκηση της αστυνομίας... Με κατάπληξη διαπίστωσα ότι οι αξιωματικοί κρατούσαν όλα, έτοιμοι να πυροβολήσουν... Η πορεία πλησίαζε: άντρες, γυναίκες και παιδιά, βάδιζαν σε γραμμές ανά οκτώ ως δέκα... Η διαδήλωση δεν έδειχνε τίποτε το απειλητικό... Την προσοχή μου τράβηξε πάλι στο μπαλκόνι μιά επιτακτική φωνή που έμοιαζε σα διαταγή πυροβολισμού...» «Αυτό που συνέβη εκείνη τη στιγμή ήταν τόσο απίστευτο που, προς στιγμή, νόμισα πως παρακολουθούσα κινηματογραφική ταινία... Οι αστυνομικοί άδειασαν τις σφαίρες των όπλων τους πάνω στους διαδηλωτές... Άνδρες, γυναίκες και παιδιά... έπεσαν στο έδαφος, αίμα ξεπηδούσε από τα κεφάλια τους και τα σώματά τους, βάφοντας το δρόμο και τις σημαίες που κρατούσαν... Οι πυροβολισμοί εξακολούθησαν να πέφτουν, αντηχώντας ανάμεσα στα ψηλά κτίρια, και μεταξύ των ομοβροντιών ακούγονταν ξεφωνητά τρόμου και κλάματα πόνου καθώς το πανικοβλημένο πλήθος έπεφτε πάνω στα ματωμένα κορμιά. Οι αστυνομικοί έμοιαζαν πια να φοβούνται να σταματήσουν τους πυροβολισμούς και το θέαμα πρόσβαλε το αίσθημα τις ευπρέπειας κάθε Άγγλου που έτυχε να το παρακολουθεί...

«Όσοι από τους θεατές βρισκόμαστε στη γραμμή του πυρός περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή το ΕΑΜ να απαντήσει με όπλα. Πάνω στη σκεπή των κεντρικών γραφείων του ΚΚΕ, που βρίσκονταν στην πλατεία, υπήρχαν πολυβόλα, τα οποία μπορούσαν να γαζώσουν ολόκληρη τη γειτονιά με καταιγιστικό πυρ. Το ΕΑΜ όμως περιορίστηκε σε βρισιές και απειλές. Δε νομίζω πως υπήρχαν οπλισμένοι διαδηλωτές. Η οργή του πλήθους ήταν τέτοια ώστε εάν ήσαν οπλισμένοι θα είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος εκείνη τη στιγμή» (7).

Συνταρακτικές ήταν οι εντυπώσεις των ξένων δημοσιογράφων, που την ίδια μέρα μεταδόθηκαν σ’ όλο τον κόσμο.

Ο ανταποκριτής της πολύ συντηρητικής εφημερίδας «Τάιμς» του Λονδίνου, πληροφορούσε τους αναγνώστες του ότι: «...η αστυνομία της Αθήνας άνοιξε πυρ ενάντια στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην Πλατεία Συντάγματος. Το πλήθος ξαπλώθηκε καταγής. Η αστυνομία όμως συνέχισε να πυροβολεί. Όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, το πλήθος σηκώθηκε και η αστυνομία ξανάρχισε να πυροβολεί... Η παρουσία των βρετανικών τμημάτων είχε σα μόνο αποτέλεσμα να συνδέσει τη Μεγάλη Βρετανία σε μιά δράση που όλος ο κόσμος τη στιγματίζει σα φασιστική» (8)

«Η Αστυνομία – έγραψε ο ανταποκριτής μιας αμερικάνικης εφημερίδας Πούλος – χτύπησε από τα ανάκτορα... Επειδή δεν πίστευα και δεν μπορούσα να διανοηθώ πως μιά αστυνομία μπορεί να χτυπάει με τέτοια ψυχραιμία τον άοπλο λαό, ήθελα να πιστεύω πως ήταν άσφαιρα τα πυρά... 30 βήματα από τη θέση που στεκόμαστε είδα ένα κεφάλι να σηκώνεται και να φωνάζει σβησμένα «βοήθεια». Το αίμα έτρεχε από το στόμα του. Χειροβομβίδες έσκαζαν κοντά μας... Όταν σταμάτησε το τουφεκίδι είδα πόσο αληθινές ήταν οι σφαίρες... Η αχαλίνωτη δεξιά βλέποντας την αδυναμία της και την τεράστια δύναμη της Αριστεράς, στηρίχτηκε στις βρετανικές λόγχες και ζήτησε κατοχή» (9)

Κανένας από τους ξένους δημοσιογράφους, εκείνους που βρίσκονταν τότε στην Αθήνα και που παρακολούθησαν τα δραματικά γεγονότα της ματωμένης Κυριακής, δεν αμφέβαλε πως η αντίδραση, με όργανο πρόκλησης την επίσημη κρατική δύναμή της, την αστυνομία, χτύπησε δολοφονικά τον άοπλο λαό, που ειρηνικά διαδήλωνε την επιθυμία του να διατηρηθεί η ομαλότητα στη χώρα. Έμειναν κυριολεκτικά άναυδοι από τη βαρβαρότητα των αστυνομικών ακόμα και οι πιο διορατικοί και έμπειροι δημοσιογράφοι, που «προφητικά» είχαν προβλέψει πως οι αντιδραστικοί και οι δοσίλογοι ήθελαν να προκαλέσουν εμφύλια σύγκρουση, για να δώσουν τη δυνατότητα στους Άγγλους να επέμβουν δυναμικά.

«Δέκα μέρες πριν αρχίσουν οι πυροβολισμοί στην Αθήνα – γράφει στο βιβλίο του ο Λ. Σταυριανός – ο Κωνσταντίνος Πούλος, τηλεγράφησε την ακόλουθη προφητική προειδοποίηση: Ακριβώς όπως οι φασίστες της Ισπανίας το 1936, οι Έλληνες φασίστες μπορούν να προκαλέσουν σοβαρή ζημία και δυνατόν να αρχίσουν ένα ήσσονα εμφύλιο πόλεμο. Χωρίς ξένη βοήθεια, όμως, δεν έχουν καμιά πιθανότητα να κερδίσουν. Δεν έχουν πια βοήθεια από τους Γερμανούς και Ιταλού, αλλά επιμένουν να πιστεύουν πως χρησιμοποιώντας παραπλανητικές μεθόδους, θα πάρουν ενθάρρυνση και βοήθεια από την Αγγλια και πιθανώς από τις Ηνωμένες Πολιτείες».

Και άλλος, ο γνωστός αμερικανός δημοσιογράφος Λήλαν Στόου, σε ανταπόκρισή του, που μεταδόθηκε από το ραδιοφωνικό σταθμό της Νέας Υόρκης, πληροφορούσε τους ακροατές ότι: «Πριν εβδομάδες, ο αμερικανός ανταποκριτής Μ.Φ Φόντορ του «Ήλιου του Σικάγου», ο πιο πεπειραμένος από τους ανταποκριτές που βρίσκονταν στην Αθήνα, δυό φορές επιχείρησε να προειδοποιήσει την κοινή γνώμη. Οι δεξιοί, έλεγε, θα προκαλέσουν ένοπλη σύγκρουση που θα επιτρέψει στον Σκόμπυ να κηρύξει στρατιωτικό νόμο. Όμως και τις δυό φορές, οι Βρεταννοί λογοκριτές εμπόδισαν τον Φόντορ να στείλει τις ειδήσεις αυτές. Η σύγκρουση ήρθε πραγματικά και ήρθε από την αστυνομία της δεξιάς».

Η ηγεσία του λαού ξαφνιάστηκε από τη δολοφονική επίθεση, αλλά δεν παρασύρθηκε και απέφυγε την παγίδα. Ο λαός έδειξε αφάνταστη πειθαρχία, που, όπως γράψαμε, ήταν τρομερότερη από κάθε ξέσπασμα. Το λαϊκό κίνημα, το πρωί της Κυριακής, 3 του Δεκέμβρη, κέρδισε μιά τεράστια πολιτική και ηθική νίκη. Αντίθετα, η αντίδραση και οι Άγγλοι που την προστάτευαν, έχασαν μιά μάχη, που θα μπορούσε να σταθεί μοιραία αν η καθοδήγηση του κινήματος ήταν απαλλαγμένη από αυταπάτες και εκμεταλλευόταν την τεράστια βοήθεια που της έδιναν οι ξένοι ανταποκριτές, που παρακολούθησαν τα γεγονότα. Αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο είδε ο Λήπερ. Μετά τον πόλεμο θα γράψει στο βιβλίο του:

«... Οι πυροβολισμοί στην Πλατεία Συντάγματος έλαβαν χώρα μπροστά στα μάτια πολλών ξένων ανταποκριτών, που έμεναν στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία». Απένταντι από το ξενοδοχείο ήταν τα κεντρικά γραφεία της Αστυνομίας και ακριβώς σ’ αυτή τη γωνιά έγιναν οι ταραχές. Ήτο μιά θαυμάσια ευκαιρία για τους ανταποκριτές να δώσουν μιά γρήγορη ανταπόκριση. Είχαν τις γραφομηχανές τους έτοιμες. Σε λίγες ώρες ο κόσμος είχε την εντύπωση ότι η φασιστική ή σχεδόν φασιστική αστυνομία της Αθήνας είχε πυροβολήσει εναντίον του αόπλου πλήθους. Αυτές οι γραφομηχανές έδωσαν στο ΕΑΜ μιά μεγάλη νίκη εκείνη τη μέρα».

Ο εκπρόσωπος της Μεγάλης Βρεττανίας κατάλαβε πως η κυβέρνησή του θα περνούσε στιγμές δοκιμασίας μέσα στην Αγγλία, αλλά και πιθανότατα θα είχε να αντιμετωπίσει και συμμαχικές επικρίσεις. Ήταν απόλυτα αναγκαία μιά διαστρέβλωση των γεγονότων και, για να είναι πιστευτή, θα έπρεπε να γίνει από τους ίδιους τους Έλληνες: συγκεκριμένα, από τα υπολείμματα της κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός, κατατρομαγμένος από τις εξελίξεις της ημέρας, είχε χάσει το ηθικό του και κάθε κύρος στην Ελλάδα. Ακόμα και ο ίδιος ο Λήπερ είχε πειστεί πως δε μπορούσε πια να παραμείνει επικεφαλής της κυβέρνησης και είχε αρχίσει να προσανατολίζεται για μιά αλλαγή. Αλλά η κατάσταση απαιτούσε άμεση δράση. Ο Παπανδρέου, στην κατάσταση που βρισκόταν, δεν είχε καμιά δύναμη αντίστασης στην αγγλική πίεση. Ήταν υποχρεωμένος να κάνει μιά δήλωση πως το ΕΑΜ άρχισε την ένοπλη εξέγερση.

Το βράδι, στις 3 του Δεκέμβρη, ο Παπανδρέου δήλωνε από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας: «Σήμερα η συνείδησή μας είναι καθαρή. Όλη η ευθύνη ενώπιον της ιστορίας και του έθνους ανήκει στους ηγέτες της άκρας αριστεράς». Και εξηγούσε: «...Οι ομάδες των διαδηλωτών ήταν εξοπλισμένες, πυροβόλησαν τα όργανα της τάξεως και αυτά αμυνόμενα αντιπυροβόλησαν και σημειώθηκαν θύματα».

Τις δηλώσεις του Παπανδρέου κανένας δεν τις πήρε στα σοβαρά. Ακόμα και αυτός ο Τσώρτσιλ, που βολευόταν με την αντιστροφή των ευθυνών, δεν τόλμησε να τις χρησιμοποιήσει, όταν δεχόταν άγριες επιθέσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων. Και στα απομνημονεύματά του χρησιμοποίησε την άχρωμη λέξη «κτυπήθηκαν». Συγκεκριμένα έγραψε: «Την Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου, οι οπαδοί των κομμουνιστών κατέβηκαν σε διαδήλωση, η οποία είχε απαγορευθεί, κτυπήθηκαν με την αστυνομία και έτσι άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος».

Επιστρατεύθηκαν και τα υπολείμματα που παρίσταναν την «ελληνική κυβέρνηση», για να δώσουν ένα κακόβουλο εφεύρημα. Επίσημη κυβερνητική ανακοίνωση βεβαίωνε ότι: «Επίθεση κατά της οικίας του κ. Πρωθυπουργού. Κατά το προχθεσινόν συλλαλητήριον το οργανωθέν υπό του ΚΚΕ, διαδηλωταί έρριψαν χειροβομβίδα και πυροβολισμούς κατά της οικίας του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, επί της οδού Κηφισίας». Το βρωμερό αυτό εφεύρημα το χρησιμοποίησε ο «αντιστασιακός» Π. Κανελλόπουλος και μάλιστα με τη σφραγίδα του «αυτόπτη μάρτυρα».

Ο Σόλων Γρηγοριάδης, σχολιάζοντας την παραπάνω ανακοίνωση έγραψε: «Υπάρχουν όμως δυό αυτόπτες μάρτυρες: Ο Αμερικανός πρεσβευτής κ. Μακ Βη και ο βοηθός στρατιωτικός ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας λοχαγός Μακνήλ, οι οποίοι βεβαιώνουν, ότι δεν είχαν δει όπλα στα χέρια των διαδηλωτών, δεν αναφέρουν χειροβομβίδες ή θύματα και βεβαιώνουν ότι η αστυνομία τον περισσότερο καιρό έβαλλε με άσφαιρα πυρά...» (10)

Τέσσαρα χρόνια μετά τα γεγονότα της 3ης Δεκέμβρη 1944, ο τότε αστυνομικός Διευθυντής Άγγελος Έβερτ λύνει τη σιωπή του και γκρεμίζει όλο το βρώμικο οικοδόμημα των Παπανδρέου και Κανελλόπουλου για δήθεν ένοπλη επίθεση του λαού ενάντια στους αστυνομικούς, που αμυνόμενοι σαν «άγγελοι της τάξεως», «ανταπέδωσαν τα πυρά!». Σε άρθρο του ο Έβερτ αποκάλυψε ότι «... βάσει των υπεύθυνων διαταγών, τας οποίας είχα, διέταξα υπευθύνως την βίαιαν διάλυσιν ... των διαδηλωτών...» (11)


------------------------------------------------------------------------------------------
(1) Το απόσπασμα είναι από την 258 δακτυλογραφημένη σελίδα του ανέκδοτου βιβλίου του Β. Μπαρτζιώτα «Η Αθήνα πολεμά και νικά». Στα Αρχεία της ΚΕ του ΚΚΕ.

(2) Τα δυό αποσπάσματα από τα δημοσιεύματα του Τζων Ιατρίδη στην εφημερίδα «Βήμα» του Ιούνη 1976 (δημοσίευμα 15ο)
(3) «Ελεύθερη Ελλάδα» 2/1/244
(4) «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» αριθ.33, της 1/12/1944

(5) Κρις Γουντζάουζ, στο ίδιο.

(6) Το απόσπασμα από το βιβλίο του Λευτέρη Σταυριανού «Η Ελλάδα σε επαναστατική περίοδο», σελ 151, εκδ. Κάλβος, 1974

(7) Ευρύτερη περίληψη της αφήγησης παράθεσε στο βιβλίο του «Η Ελλάδα σε επαναστατική περίοδο», ο Λ. Σταυριανός, που την πήρε από το βιβλίο «The Greek Trilogy» του “Byford Jones (Λονδίνο 1946), σελ. 138-140.

(8) Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Κέδρου «Η ελληνική αντίσταση» (στα γαλλικά) σελ. 488

(9) Χρονικό «Στ’ άρματα! Στ’ άρματα!» (εκδ ΠΛΕ), σελ 476

(10) Σ. Γρηγοριάδη, «Δεκέμβριος 1944 και το ανεξήγητο λάθος»

(11) Εφ. «Ακρόπολις», 12/12/1958. Άρθρο Α. Έβερτ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: