Ιστορικά

3.12.10

Η Ματωμένη Κυριακή 3 Δεκέμβρη 1944

Η πρόκληση

Κυριακή 3 του Δεκέμβρη 1944:

Η αδούλωτη Αθήνα και πάλι σε αγωνιστικό συναγερμό: Σύσσωμος ο εργαζόμενος λαός, άντρες και γυναίκες, ντυμένοι στα γιορτινά, στην πρόσκληση του ΕΑΜ απαντούσαν με την αγωνιστική συμμετοχή τους στην παλλαϊκή εκδήλωση για την εξασφάλιση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων τους, που κέρδισαν με σκληρούς αγώνες και ποτάμια δάκρυα και αίμα. Στους τόπους συγκέντρωσης κάποιοι ψιθυρίζουν στ’ αυτιά των απλών ανθρώπων πως η εκδήλωση απαγορεύτηκε από τον Παπανδρέου και είναι παράνομη. Μα κανένας δεν νιώθει τι σημαίνει αυτό, μήπως όταν όλα τα πλάκωνε η μαύρη σκλαβιά, οι αδούλωτοι σκλάβοι ζητούσαν την άδεια να αγωνισθούν για να καταλύσουν τη δουλεία; Τα χωνιά, τα συνθήματα, τα τραγούδια των επονιτών ηλεκτρίζουν τα πλήθη. Στις ηρωικές συνοικίες ακούεται το σύνθημα «Λαοκρατία και όχι νέα Κατοχή!». Ο Λαός βλέπει με τα μάτια της καρδιάς του από που ερχόταν ο κίνδυνος.

Ποτάμια τα πλήθη, με σημαίες και λάβαρα, με πλακάτ και βροχή τα φέιγ-βολάν και οι προκηρύξεις, κινούνταν προς το κέντρο της Αθήνας. Αστυφύλακες – οι άγγελοι αυτοί φύλακες χτες της γερμανοφασιστικής «νέας τάξης πραγμάτων» και σήμερα ελπιδοφόρα όργανά της «νέας αγγλικής κατοχής» – σε μικρές ομάδες, έχουν πιάσει όλες τις γωνίες των δρόμων που οδηγούν στην πλατεία Συντάγματος. Στην Αστυνομική Διεύθυνση έχει συγκεντρωθεί η κύρια δύναμη που προοριζόταν για την πρόκληση. Ένα τμήμα της είχε οχυρωθεί πίσω από ένα πέτρινο ντουβαράκι στο αντικρινό πεζοδρόμιο, που δέσποζε πάνω από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Η ενέδρα είχε στηθεί!

Ώρα 10 και 45 λεπτά. Πλημμύρισε η πλατεία και όλοι οι γύρω δρόμοι. Μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη έχουν συγκεντρωθεί λαϊκές Επιτροπές, διοικήσεις Σωματείων και στελέχη του κινήματος. Είχε προγραμματιστεί ν’ αρχίσει η εκδήλωση με κατάθεση στεφάνων στη μνήμη εκείνων που θυσίασαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία.

Ξαφνικά από τα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνση ρίχνονται οι πρώτοι πυροβολισμοί. Ακολούθησαν ριπές πολυβόλων και αυτομάτων όπλων. Δεκαπέντε περίπου νεκροί και τραυματίες πέφτουν πάνω στο μαρμαρόστρωτο χώρο του μνημείου. «Οι πυροβολισμοί – έγραψε αργότερα ο Β. Μπαρτζιώτας – σκόρπισαν (όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις), τη σύγχυση στους διαδηλωτές, που αποσύρθηκαν και, για μιά στιγμή, η Πλατεία Συντάγματος άδειασε. Έμειναν μόνο τα πτώματα των σκοτωμένων και οι βαριά τραυματίες. Εκείνη τη στιγμή – συνεχίζει την αφήγηση των δραματικών γεγονότων ο Β. Μπαρτζιώτας – βρισκόμασταν μαζί με τον σ. Καλοδίκη (μέλος της Ε.Π. της Κ.Ο.Α. και της ΚΕ του ΚΚΕ, που σκοτώθηκε από τους μοναρχοφασίστες στη Λάρισα) μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από την Πλατεία Συντάγματος, γύρω από τη Μητρόπολη της Αθήνας. Έπειτα απ’ τη δολοφονική αυτή επίθεση πήραμε δυό σοβαρά μέτρα: Ειδοποιήσαμε το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ Αθήνας να ‘ναι σε επιφυλακή, έτοιμο για δράση, και ρίξαμε στη διαδήλωση νέες δυνάμεις, 200.000 εργάτες, που ‘χαμε συγκεντρωμένους στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι» (1).

Στο μεταξύ ο λαός συνήλθε από τον αιφνιδιασμό. Ορμητικά η λαοθάλασσα ξαναπλημμύρισε την Πλατεία. Νέες φάλαγγες, όπως και στην περίοδο της κατοχής, κατέφθαναν στο Σύνταγμα. Νέοι πυροβολισμοί, ομαδικότεροι και πυκνότεροι, ρίχνουν πάνω στην άσφαλτο και άλλους νεκρούς και τραυματίες. Το πλήθος ξαπλώθηκε κάτων και δεν έφυγε. Έπρεπε να μαζέψει τους νεκρούς και τραυματίες της άτιμης και απρόκλητης δολοφονικής επίθεσης.

Η επιμονή και το πείσμα του λαού πανικόβαλε τους δολοφόνους. Άφησαν τις θέσεις τους και μαζεύτηκαν στο μέγαρο της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Οι περισσότεροι καλύφτηκαν πίσω από τον ψηλό σιδερένιο φράχτη του μεγάρου. Ο λαός ήταν πια κυρίαρχος στην Πλατεία. Ο Μακνήλ που παρακολούθησε τα γεγονότα, περιγράφει τη συνέχεια στο βιβλίο του:

«... Γύρω από το σημείο της ασφάλτου, όπου είχαν σφαγιασθεί οι σύντροφοί τους, σχηματίστηκαν μικροί όγκοι από λουλούδια και κλαδιά, ενώ εκατοντάδες από τους διαδηλωτές έσκυβαν να βουτήξουν το μαντήλι τους στο νωπό αίμα, που λίμναζε στο κατάστρωμα του δρόμου. Και τα μαντήλια αυτά γίνονταν σημαίες που τις περνούσαν μέσα από τα πλήθη, ενώ όσοι τα κρατούσαν καλούσαν όλους τους γύρω τους να αγγίξουν το ματωβαμένο πανί και να ορκιστούν εκδίκηση εναντίον εκείνων που προκάλεσαν τη σφαγή...» Και παρακάτω: «Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση που γνώρισε ποτές η Αθήνα...», «... νέες κοπέλες ηλικίας μόλις δεκατεσσάρων ετών, παρήλαυναν έχοντας τις άκρες από τις φούστες τους βουτηγμένες μέσα στο αίμα που λίμναζε στο δρόμο...» (2)

Η οργή του λαού είχε κορυφωθεί. Η Πλατεία Συντάγματος και οι γύρω της δρόμοι είχαν πλημμυρίσει από έναν λαό που ζητούσε εκδίκηση. Στα κυρίαρχα συνθήματα «θάνατος στους δολοφόνους!» και «Λαοκρατία και όχι άλλη κατοχή!», «Συναγωνιστές στα όπλα!», «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα!». Οι προβοκάτορες είχαν εξαφανιστεί. Οι Άγγλοι, που ήσαν συγκεντρωμένοι στα ξενοδοχεία της Πλατείας, μαζί με όλη την «αφρόκρεμα» της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και τους πολιτικούς και στρατιωτικούς εκπροσώπους της, βλέποντας τη λαοθάλασσα να μένει στην περιοχή του κέντρου της πόλης και να φουσκώνει με νέες εξαγριωμένες μάζες, φέρνουν στην Πλατεία Συντάγματος καινούργιες βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις με τανκς και θωρακισμένα αυτοκίνητα. Το μίσος του λαού, που ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τους αποικιοκράτες, κορυφώθηκε.

Η δολοφονική επίθεση στην Πλατεία Συντάγματος, που ξάπλωσε πάνω στην άσφαλτο 21 νεκρούς και πάνω από 140 τραυματίες, άοπλους διαδηλωτές, δεν έπρεπε να μείνει ατιμώρητη. Με πίστη στην ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, ο λαός περίμενε οδηγίες. Μάζεψε τους νεκρούς, έδωσε τις απαραίτητες πρώτες βοήθειες στους τραυματίες, που τους μετέφερε στα πλησιέστερα νοσοκομεία, και περίμενε.

Τις πρώτες απογευματινές ώρες, ο Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ προσπάθησε να καθησυχάσει τα πλήθη. Ζήτησε ψυχραιμία και πίστη στο ΕΑΜ και τον δίκαιο αγώνα του λαού. Τους ανακοίνωσε την απόφαση της ΚΕ του ΕΑΜ για παλλαϊκή κηδεία των θυμάτων και τους κάλεσε να αποχωρήσουν με τάξη και πειθαρχία στις γειτονιές τους.

Αμέσως, γρήγορα και πειθαρχημένα, η λαοθάλασσα άδειασε την Πλατεία Συντάγματος. Το θέαμα της αποχώρησης ήταν εκπληκτικό και προκάλεσε τρόμο στους ντόπιους αντεπαναστάτες και τους ξένους υποκινητές του εμφυλίου πολέμου, περισσότερο απ’ ό,τι δοκίμασαν όταν ξέσπασε η οργή του λαού. Ένας εξαγριωμένος λαός, που σε ένα μόνο νεύμα της ηγεσίας του πειθαρχεί, δεν είναι δούλος, αλλά συνειδητός αγωνιστής, που έχει συναίσθηση πως η δύναμη του βρίσκεται στην ενότητα και την ενιαία και συντονισμένη δράση του.

Πολλές λαχτάρες μέσα σε λίγες ώρες δοκίμασαν οι υποκινητές του εμφυλίου πολέμου.


Ξεσπάει η λαϊκή οργή

Πειθαρχημένα ο λαός γύριζε στα σπίτια του. Μα ο εχθρός είχε τα σχέδιά του και τα όργανά του είχαν εντολές να συνεχίσουν τις προκλήσεις. Σε πολλές γειτονιές, οι αστυνομικοί και οι συμμορίτες τη «Χ» και του ΕΔΕΣ προκάλεσαν επεισόδια, που γρήγορα πήραν διαστάσεις. Ο αγαναχτησμένος λαός πέρασε τότε στην αντεπίθεση. Διέλυσε τις συμμορίες, χτύπησε μερικά αστυνομικά τμήματα. Οι αστυφύλακες κατατρομαγμένοι εγκατέλειψαν πολλά τμήματα και έφυγαν για την Αστυνομική Διεύθυνση, που τώρα πια είχε ισχυρή μηχανοκίνητη βρετανική φρουρά. Τη στιγμή εκείνη, όλες σχεδόν οι συνοικίες της πρωτεύουσας είχαν καθαριστεί από τις εστίες των αντεπαναστατών.

Έτσι άρχισε ο «Μεγάλος Δεκέμβρης». Οι λαϊκές μάζες, μαζί με τις πολιτικές τους οργανώσεις, απάντησαν με πρωτοβουλία τους στις δολοφονικές προκλήσεις των προβοκατόρων, αφού άδικα περίμεναν τις εντολές της κεντρικής ηγεσίας του κινήματος. Αυτή είχε χάσει τον προσανατολισμό της. Οι προθέσεις της, όταν κάλεσε το λαό να δραστηριοποιηθεί, ήταν σταθερά καθορισμένες: Να εκδηλωθεί η θέληση του Λαού για το σχηματισμό Κυβέρνησης που θα εξασφαλίσει πραγματική Δημοκρατία. Οι προβλέψεις της ήταν πως θα γινόταν η συγκέντρωση της πλατείας Συντάγματος ομαλά, χωρίς περιπλοκές και αιματηρά επεισόδια. Θεωρούσε πιθανές κάποιες προκλήσεις από μέρους μικρών, σκόρπιων εστιών της αντίδρασης, που όμως θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν ψύχραιμα και χωρίς να γίνει χρήση όπλων. γι’ αυτό είχε δώσει αυστηρή εντολή να είναι όλοι άοπλοι, ακόμα και οι ομάδες του ΕΛΑΣ, που θα περιφρουρούσαν την εκδήλωση.

Είναι πολύ χαρακτηριστική, αλλά και αποστομωτική για τους διαστρεβλωτές και πλαστογράφους των γεγονότων και των επίσημων ντοκουμέντων, η απόφαση της ΚΕ του ΕΑΜ, που πάρθηκε ομόφωνα, στις 1 του Δεκέμβρη. Θέμα της συνεδρίασης ήταν η αντιμετώπιση της κατάστασης όπως διαμορφωνόταν μετά τη διάσπαση της κυβερνητικής ενότητας. Αφού διαπίστωνε ότι μοναδική διέξοδος από την κυβερνητική κρίση μπορεί και πρέπει να είναι πολιτική, με τη συγκρότηση μιάς νέας κυβέρνησης, πραγματικά εθνικής και δημοκρατικής ενότητας, με επικεφαλής έναν από τους ηγέτες των παραδοσιακών παλαιοδημοκρατικών κομμάτων, έκανε την παρακάτω έκκληση: «Όλοι οι δημοκράτες, όλοι όσοι πονούν για την ησυχία και την προκοπή του τόπου, ας ενωθούν με το λαό, για να ματαιώσουν τα σκοτεινά σχέδια της αντίδρασης... Το ΕΑΜ, όπως μέσα στα σκοτάδια της σκλαβιάς, έτσι και τώρα που πυκνώνει ο μαναρχοφασισμός τα σύγνεφα για τη θύελλα του αλληλοσπαραγμού, δείχνει με την απόφαση του το σωστό, το μοναδικό δρόμο της ομαλότητας. Να διαλυθούν όλα τα εθελοντικά σώματα. Κάθε άλλη αξίωση για μονόπλευρη διάλυση, για διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας τη στιγμή που διαλύεται ο ΕΛΑΣ, αποτελεί πρόκληση, αποτελεί ανοιχτή συνωμοσία κατά των ελευθεριών του Λαού. Όλες οι προφάσεις, όλες οι δικαιολογίες είναι ψεύτικες» (3).

Η ηγεσία του λαϊκού κινήματος δεν ήθελε την ένοπλη σύγκρουση και είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της να την αποφύγει. Ακόμα και μετά την ιταμή πρόκληση του Σκόμπυ, την υποτέλεια στα αγγλικά κελεύσματα του Παπανδρέου και την παραίτηση των υπουργών, όταν πια είχε γίνει φανερό πως ο δρόμος του ειρηνικού περάσματος είχε κλείσει και διαγραφόταν το φάσμα του εμφυλίου πολέμου, συνέχιζε την τακτική των μαζικών πιέσεων για ομαλή έξοδο από την κρίση. Την 1η του Δεκέμβρη σε άρθρο στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» τονιζόταν:

«... Ξέρουμε ποιοι τον θέλουν (τον εμφύλιο πόλεμο) στην Ελλάδα, ξέρουμε ποιοι τον θέλουν σ’ όλον τον κόσμο. Το κόμμα μας δεν πρόκειται ν’ αναλάβει την ευθύνη για το εξαπόλυμά του... Θα την έχουν εκείνοι που στην κρισιμότερη στιγμή της Ελλάδας και του κόσμου παραβιάζουν τη συμφωνία του Έθνους και των συμμάχων μας για τη συντριβή του φασισμού και τη δημοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας» (4).

Δεν είναι, όμως, αρκετή η καλή πρόθεση και η θέληση της μιας μόνο πλευράς. Η άλλη πλευρά, αη αντιλαϊκή, ακριβώς το αντίθετο επιθυμούσε και συστηματικά προκαλούσε. Η ομαλότητα και η τάξη είχαν γίνει ο βραχνάς της. Δεν υπήρχε καμιά, μα απόλυτα καμιά πιθανότητα να επιβιώσει το πολιτικό και κοινωνικό σύστημά της, αν ομαλά φτάνανε τα πράγματα μέχρι τη γνήσια εκλογική αναμέτρηση. Μόνη λύση θεωρούσαν την ένοπλη επέμβαση. Αυτή τη λύση σχεδίαζαν και προωθούσαν συστηματικά και επίμονα από τα χρόνια της χιτλεροφασιστικής κατοχής, για να ξαναπάρουν την Ελλάδα κάτω από την κυριαρχία τους. υπολόγιζαν ότι στην πρόκληση της Πλατείας Συντάγματος το ΕΑΜ θα έχανε την ψυχραιμία του και θα απαντούσε με τα ίδια μέσα. Έτσι απροετοίμαστο καθώς ήταν, εύκολα θα το συντρίβανε.

Ο Μ.Γουντχάουζ-Κρις, που σαν αρχηγός της ΒΣΑ στα ελληνικά βουνά στάθηκε ο κύριος εκτελεστής του αγγλικού σχεδίου, στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει την δολοφονική επίθεση ενάντια στον άμαχο λαό της Αθήνας, διαστρεβλώνει συνειδητά τον χαρακτήρα και τους σκοπούς της παλλαϊκής συγκέντρωσης στην Πλατεία Συντάγματος. Ισχυρίζεται ότι:

«Εκείνο το πρωί της Κυριακής, 3 Δεκεμβρίου, η επανάσταση είχε ξεσπάσει. Όταν τα πλήθη των διαδηλωτών βρέθηκαν αντιμέτωπα με την αστυνομία, στην πλατεία Συντάγματος, πολλοί αστυνομικοί πυροβόλησαν κατευθείαν πάνω τους, πράγμα που χωρίς αμφιβολία, ήταν ο σκοπός για τον οποίο τα είχε συγκεντρώσει εκεί το ΚΚΕ. Σύμφωνα με μερικές αφηγήσεις, το πλήθος ανταπέδωσε τα πυρά. Σύμφωνα με άλλες, πυροβόλησε πρώτο και είχε ήδη ρίξει χειροβομβίδες στα παράθυρα πολιτικών αντιπάλων, πριν φθάσει στην πλατεία Συντάγματος... Ο Παπανδρέου σε ραδιοφωνική ομιλία εκείνη τη νύχτα, επέρριψε την ευθύνη στους κομμουνιστές. Είχε δίκιο, αλλά η αστυνομία του είχε διευκολύνει το ΚΚΕ, στα μάτια του μεγαλύτεροι μέρους του Τύπου και του κόσμου ολόκληρου, να τον φέρει σε μειονεκτική θέση με τη σειρά του. Όπως είπε κάποιος ανώτατος αστυνομικός στην Αθήνα, «ήταν χειρότερο από έγκλημα, ήταν ανοησία». Ο συνταγματάρχης Γρίβας έριξε την Χ στη μάχη, χαρίζοντας έτσι ένα ακόμα χαρτί στο ΚΚΕ...» (5)

Μετά τον πόλεμο δημοσιεύτηκαν πολλά επίσημα έγγραφα των Συμμάχων και των αντιπάλων τους, και πολλές εργασίες πολιτικών και ιστορικών, σχετικά με την αγγλική πολιτική στη διάρκεια του πολέμου και ειδικότερα τις επεμβάσεις της στην Ελλάδα, που δε μπορεί στα σοβαρά να υποστηρίζεται πως το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, άρχισε την επανάστασή του με την ειρηνική συγκέντρωση στην Πλατεία Συντάγματος. Θέλοντας, όμως, οι αντιδραστικοί να διατηρήσουν το μύθο ότι οι κομμουνιστές προκάλεσαν την ένοπλη σύγκρουση του Δεκέμβρη, άλλαξα τακτική. Ο Κούσουλας, π.χ. στο βιβλίο του, στη σελίδα 207, έγραψε πως:

«Αν τα συγκεκριμένα αυτά επεισόδια δεν είχαν γίνει, άλλα γεγονότα θα μπορούσαν να είχαν χρησιμεύσει για τον ίδιο σκοπό. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι πέντε μέρες νωρίτερα η κομμουνιστική ηγεσία είχε αποφασίσει να ρίξει τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο».

Η εξήγηση αυτή πάει σα γάντι στους υπεύθυνους Άγγλους ηγέτες, και ο Μακμίλλαν δε χάνει την ευκαιρία να την αξιοποιήσει:«Η κομμουνιστική εξέγερση – έγραψε – δεν προκλήθηκε από μια ατυχή σύγκρουση, κατά τη διάρκεια μιας πολιτικής διαδήλωσης. Ήταν αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης αποφάσεως, που είχαν λάβει οι Κομμουνιστές ηγέτες... τουλάχιστον πέντε μέρες ενωρίτερα».

Τα στοιχεία, όμως, που προσφέρονται σήμερα στους ιστορικούς επιβεβαιώνουν το αντίθετο. Η αλήθεια μπορεί να διατυπωθεί έτσι: «Και να μην είχαν συμβεί τα γεγονότα της 3ης του Δεκέμβρη, άλλα γεγονότα θα κατασκευάζονταν, για να υπάρξει αφορμή έναρξης της εφαρμογής του σχεδίου «Μάννα» που με τόση επιμέλεια είχαν προετοιμάσει οι Άγγλοι και με τόση επιμονή και συστηματικότητα προωθούσαν». Για τους Άγγλους, η ένοπλη επέμβαση ήταν αναγκαία και αναπόφευκτη. Μόνο αν σωστά είχε αντιληφθεί η καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ αυτό το πρόβλημα, αν έγκαιρα έπαιρνε όλα τα αναγκαία πολιτικά και στρατιωτικά μέτρα και ενεργούσε προσεκτικά, με σύνεση αλλά και αποφασιστικότητα, θα μπορούσαν να ματαιωθούν τα σχέδια των Άγγλων. Και, αν αυτό δε γινόταν δυνατό, έπρεπε να δοθεί η μάχη εκεί που θα διάλεγε το λαϊκό κίνημα και τη στιγμή που αυτό θα καθόριζε.


Μαρτυρίες και διαπιστώσεις των ξένων δημοσιογράφων

Σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε τη διαπίστωση του πεπειραμένου δημοσιογράφου Μ. Φόντορ, που δημοσιεύτηκε σεις 17 Φλεβάρη 1945 στη «New York Post»: «Μέσα σε 25 χρόνια έχω δει σχεδόν όλες τις επαναστάσεις της Ευρώπης. Αυτή εδώ ήταν η πιο ήρεμη και πολιτισμένη επανάσταση που έχω δει ποτέ, μέχρι τη στιγμή που η αστυνομία άρχισε να πυροβολεί και οι Άγγλοι επενέβησαν» (6).

Αυτόπτης μάρτυρας, ο τότε Άγγλος αξιωματικός Μπίφορντ Τζόουνς, που περιέγραψε όσα είδε και άκουσε με τα ίδια του τα αυτιά, διαψεύδει τον Παπανδρέου:

«...παρατηρούσα τους διαδηλωτές να καταφθάνουν στην πλατειά κρατώντας τα πλακάτ τους και σημαίες αγγλικές, αμερικάνικες, ρώσικες και ελληνικές. Καθώς η πορεία σχηματίζεται τα μεγάφωνα συνεχώς μετάδιναν τα συνθήματα τους. «Κάτω ο Παπανδρέου» φώναζαν εν χορώ. «Κάτω η επέμβαση», «Να δικαστούν οι δοσίλογοι!»,,, Στάθηκα έξω από το καφενείο του Γιαννάκη, το οποίο βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου που στεγάζει τη διοίκηση της αστυνομίας... Με κατάπληξη διαπίστωσα ότι οι αξιωματικοί κρατούσαν όλα, έτοιμοι να πυροβολήσουν... Η πορεία πλησίαζε: άντρες, γυναίκες και παιδιά, βάδιζαν σε γραμμές ανά οκτώ ως δέκα... Η διαδήλωση δεν έδειχνε τίποτε το απειλητικό... Την προσοχή μου τράβηξε πάλι στο μπαλκόνι μιά επιτακτική φωνή που έμοιαζε σα διαταγή πυροβολισμού...» «Αυτό που συνέβη εκείνη τη στιγμή ήταν τόσο απίστευτο που, προς στιγμή, νόμισα πως παρακολουθούσα κινηματογραφική ταινία... Οι αστυνομικοί άδειασαν τις σφαίρες των όπλων τους πάνω στους διαδηλωτές... Άνδρες, γυναίκες και παιδιά... έπεσαν στο έδαφος, αίμα ξεπηδούσε από τα κεφάλια τους και τα σώματά τους, βάφοντας το δρόμο και τις σημαίες που κρατούσαν... Οι πυροβολισμοί εξακολούθησαν να πέφτουν, αντηχώντας ανάμεσα στα ψηλά κτίρια, και μεταξύ των ομοβροντιών ακούγονταν ξεφωνητά τρόμου και κλάματα πόνου καθώς το πανικοβλημένο πλήθος έπεφτε πάνω στα ματωμένα κορμιά. Οι αστυνομικοί έμοιαζαν πια να φοβούνται να σταματήσουν τους πυροβολισμούς και το θέαμα πρόσβαλε το αίσθημα τις ευπρέπειας κάθε Άγγλου που έτυχε να το παρακολουθεί...

«Όσοι από τους θεατές βρισκόμαστε στη γραμμή του πυρός περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή το ΕΑΜ να απαντήσει με όπλα. Πάνω στη σκεπή των κεντρικών γραφείων του ΚΚΕ, που βρίσκονταν στην πλατεία, υπήρχαν πολυβόλα, τα οποία μπορούσαν να γαζώσουν ολόκληρη τη γειτονιά με καταιγιστικό πυρ. Το ΕΑΜ όμως περιορίστηκε σε βρισιές και απειλές. Δε νομίζω πως υπήρχαν οπλισμένοι διαδηλωτές. Η οργή του πλήθους ήταν τέτοια ώστε εάν ήσαν οπλισμένοι θα είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος εκείνη τη στιγμή» (7).

Συνταρακτικές ήταν οι εντυπώσεις των ξένων δημοσιογράφων, που την ίδια μέρα μεταδόθηκαν σ’ όλο τον κόσμο.

Ο ανταποκριτής της πολύ συντηρητικής εφημερίδας «Τάιμς» του Λονδίνου, πληροφορούσε τους αναγνώστες του ότι: «...η αστυνομία της Αθήνας άνοιξε πυρ ενάντια στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην Πλατεία Συντάγματος. Το πλήθος ξαπλώθηκε καταγής. Η αστυνομία όμως συνέχισε να πυροβολεί. Όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, το πλήθος σηκώθηκε και η αστυνομία ξανάρχισε να πυροβολεί... Η παρουσία των βρετανικών τμημάτων είχε σα μόνο αποτέλεσμα να συνδέσει τη Μεγάλη Βρετανία σε μιά δράση που όλος ο κόσμος τη στιγματίζει σα φασιστική» (8)

«Η Αστυνομία – έγραψε ο ανταποκριτής μιας αμερικάνικης εφημερίδας Πούλος – χτύπησε από τα ανάκτορα... Επειδή δεν πίστευα και δεν μπορούσα να διανοηθώ πως μιά αστυνομία μπορεί να χτυπάει με τέτοια ψυχραιμία τον άοπλο λαό, ήθελα να πιστεύω πως ήταν άσφαιρα τα πυρά... 30 βήματα από τη θέση που στεκόμαστε είδα ένα κεφάλι να σηκώνεται και να φωνάζει σβησμένα «βοήθεια». Το αίμα έτρεχε από το στόμα του. Χειροβομβίδες έσκαζαν κοντά μας... Όταν σταμάτησε το τουφεκίδι είδα πόσο αληθινές ήταν οι σφαίρες... Η αχαλίνωτη δεξιά βλέποντας την αδυναμία της και την τεράστια δύναμη της Αριστεράς, στηρίχτηκε στις βρετανικές λόγχες και ζήτησε κατοχή» (9)

Κανένας από τους ξένους δημοσιογράφους, εκείνους που βρίσκονταν τότε στην Αθήνα και που παρακολούθησαν τα δραματικά γεγονότα της ματωμένης Κυριακής, δεν αμφέβαλε πως η αντίδραση, με όργανο πρόκλησης την επίσημη κρατική δύναμή της, την αστυνομία, χτύπησε δολοφονικά τον άοπλο λαό, που ειρηνικά διαδήλωνε την επιθυμία του να διατηρηθεί η ομαλότητα στη χώρα. Έμειναν κυριολεκτικά άναυδοι από τη βαρβαρότητα των αστυνομικών ακόμα και οι πιο διορατικοί και έμπειροι δημοσιογράφοι, που «προφητικά» είχαν προβλέψει πως οι αντιδραστικοί και οι δοσίλογοι ήθελαν να προκαλέσουν εμφύλια σύγκρουση, για να δώσουν τη δυνατότητα στους Άγγλους να επέμβουν δυναμικά.

«Δέκα μέρες πριν αρχίσουν οι πυροβολισμοί στην Αθήνα – γράφει στο βιβλίο του ο Λ. Σταυριανός – ο Κωνσταντίνος Πούλος, τηλεγράφησε την ακόλουθη προφητική προειδοποίηση: Ακριβώς όπως οι φασίστες της Ισπανίας το 1936, οι Έλληνες φασίστες μπορούν να προκαλέσουν σοβαρή ζημία και δυνατόν να αρχίσουν ένα ήσσονα εμφύλιο πόλεμο. Χωρίς ξένη βοήθεια, όμως, δεν έχουν καμιά πιθανότητα να κερδίσουν. Δεν έχουν πια βοήθεια από τους Γερμανούς και Ιταλού, αλλά επιμένουν να πιστεύουν πως χρησιμοποιώντας παραπλανητικές μεθόδους, θα πάρουν ενθάρρυνση και βοήθεια από την Αγγλια και πιθανώς από τις Ηνωμένες Πολιτείες».

Και άλλος, ο γνωστός αμερικανός δημοσιογράφος Λήλαν Στόου, σε ανταπόκρισή του, που μεταδόθηκε από το ραδιοφωνικό σταθμό της Νέας Υόρκης, πληροφορούσε τους ακροατές ότι: «Πριν εβδομάδες, ο αμερικανός ανταποκριτής Μ.Φ Φόντορ του «Ήλιου του Σικάγου», ο πιο πεπειραμένος από τους ανταποκριτές που βρίσκονταν στην Αθήνα, δυό φορές επιχείρησε να προειδοποιήσει την κοινή γνώμη. Οι δεξιοί, έλεγε, θα προκαλέσουν ένοπλη σύγκρουση που θα επιτρέψει στον Σκόμπυ να κηρύξει στρατιωτικό νόμο. Όμως και τις δυό φορές, οι Βρεταννοί λογοκριτές εμπόδισαν τον Φόντορ να στείλει τις ειδήσεις αυτές. Η σύγκρουση ήρθε πραγματικά και ήρθε από την αστυνομία της δεξιάς».

Η ηγεσία του λαού ξαφνιάστηκε από τη δολοφονική επίθεση, αλλά δεν παρασύρθηκε και απέφυγε την παγίδα. Ο λαός έδειξε αφάνταστη πειθαρχία, που, όπως γράψαμε, ήταν τρομερότερη από κάθε ξέσπασμα. Το λαϊκό κίνημα, το πρωί της Κυριακής, 3 του Δεκέμβρη, κέρδισε μιά τεράστια πολιτική και ηθική νίκη. Αντίθετα, η αντίδραση και οι Άγγλοι που την προστάτευαν, έχασαν μιά μάχη, που θα μπορούσε να σταθεί μοιραία αν η καθοδήγηση του κινήματος ήταν απαλλαγμένη από αυταπάτες και εκμεταλλευόταν την τεράστια βοήθεια που της έδιναν οι ξένοι ανταποκριτές, που παρακολούθησαν τα γεγονότα. Αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο είδε ο Λήπερ. Μετά τον πόλεμο θα γράψει στο βιβλίο του:

«... Οι πυροβολισμοί στην Πλατεία Συντάγματος έλαβαν χώρα μπροστά στα μάτια πολλών ξένων ανταποκριτών, που έμεναν στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία». Απένταντι από το ξενοδοχείο ήταν τα κεντρικά γραφεία της Αστυνομίας και ακριβώς σ’ αυτή τη γωνιά έγιναν οι ταραχές. Ήτο μιά θαυμάσια ευκαιρία για τους ανταποκριτές να δώσουν μιά γρήγορη ανταπόκριση. Είχαν τις γραφομηχανές τους έτοιμες. Σε λίγες ώρες ο κόσμος είχε την εντύπωση ότι η φασιστική ή σχεδόν φασιστική αστυνομία της Αθήνας είχε πυροβολήσει εναντίον του αόπλου πλήθους. Αυτές οι γραφομηχανές έδωσαν στο ΕΑΜ μιά μεγάλη νίκη εκείνη τη μέρα».

Ο εκπρόσωπος της Μεγάλης Βρεττανίας κατάλαβε πως η κυβέρνησή του θα περνούσε στιγμές δοκιμασίας μέσα στην Αγγλία, αλλά και πιθανότατα θα είχε να αντιμετωπίσει και συμμαχικές επικρίσεις. Ήταν απόλυτα αναγκαία μιά διαστρέβλωση των γεγονότων και, για να είναι πιστευτή, θα έπρεπε να γίνει από τους ίδιους τους Έλληνες: συγκεκριμένα, από τα υπολείμματα της κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός, κατατρομαγμένος από τις εξελίξεις της ημέρας, είχε χάσει το ηθικό του και κάθε κύρος στην Ελλάδα. Ακόμα και ο ίδιος ο Λήπερ είχε πειστεί πως δε μπορούσε πια να παραμείνει επικεφαλής της κυβέρνησης και είχε αρχίσει να προσανατολίζεται για μιά αλλαγή. Αλλά η κατάσταση απαιτούσε άμεση δράση. Ο Παπανδρέου, στην κατάσταση που βρισκόταν, δεν είχε καμιά δύναμη αντίστασης στην αγγλική πίεση. Ήταν υποχρεωμένος να κάνει μιά δήλωση πως το ΕΑΜ άρχισε την ένοπλη εξέγερση.

Το βράδι, στις 3 του Δεκέμβρη, ο Παπανδρέου δήλωνε από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας: «Σήμερα η συνείδησή μας είναι καθαρή. Όλη η ευθύνη ενώπιον της ιστορίας και του έθνους ανήκει στους ηγέτες της άκρας αριστεράς». Και εξηγούσε: «...Οι ομάδες των διαδηλωτών ήταν εξοπλισμένες, πυροβόλησαν τα όργανα της τάξεως και αυτά αμυνόμενα αντιπυροβόλησαν και σημειώθηκαν θύματα».

Τις δηλώσεις του Παπανδρέου κανένας δεν τις πήρε στα σοβαρά. Ακόμα και αυτός ο Τσώρτσιλ, που βολευόταν με την αντιστροφή των ευθυνών, δεν τόλμησε να τις χρησιμοποιήσει, όταν δεχόταν άγριες επιθέσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων. Και στα απομνημονεύματά του χρησιμοποίησε την άχρωμη λέξη «κτυπήθηκαν». Συγκεκριμένα έγραψε: «Την Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου, οι οπαδοί των κομμουνιστών κατέβηκαν σε διαδήλωση, η οποία είχε απαγορευθεί, κτυπήθηκαν με την αστυνομία και έτσι άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος».

Επιστρατεύθηκαν και τα υπολείμματα που παρίσταναν την «ελληνική κυβέρνηση», για να δώσουν ένα κακόβουλο εφεύρημα. Επίσημη κυβερνητική ανακοίνωση βεβαίωνε ότι: «Επίθεση κατά της οικίας του κ. Πρωθυπουργού. Κατά το προχθεσινόν συλλαλητήριον το οργανωθέν υπό του ΚΚΕ, διαδηλωταί έρριψαν χειροβομβίδα και πυροβολισμούς κατά της οικίας του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, επί της οδού Κηφισίας». Το βρωμερό αυτό εφεύρημα το χρησιμοποίησε ο «αντιστασιακός» Π. Κανελλόπουλος και μάλιστα με τη σφραγίδα του «αυτόπτη μάρτυρα».

Ο Σόλων Γρηγοριάδης, σχολιάζοντας την παραπάνω ανακοίνωση έγραψε: «Υπάρχουν όμως δυό αυτόπτες μάρτυρες: Ο Αμερικανός πρεσβευτής κ. Μακ Βη και ο βοηθός στρατιωτικός ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας λοχαγός Μακνήλ, οι οποίοι βεβαιώνουν, ότι δεν είχαν δει όπλα στα χέρια των διαδηλωτών, δεν αναφέρουν χειροβομβίδες ή θύματα και βεβαιώνουν ότι η αστυνομία τον περισσότερο καιρό έβαλλε με άσφαιρα πυρά...» (10)

Τέσσαρα χρόνια μετά τα γεγονότα της 3ης Δεκέμβρη 1944, ο τότε αστυνομικός Διευθυντής Άγγελος Έβερτ λύνει τη σιωπή του και γκρεμίζει όλο το βρώμικο οικοδόμημα των Παπανδρέου και Κανελλόπουλου για δήθεν ένοπλη επίθεση του λαού ενάντια στους αστυνομικούς, που αμυνόμενοι σαν «άγγελοι της τάξεως», «ανταπέδωσαν τα πυρά!». Σε άρθρο του ο Έβερτ αποκάλυψε ότι «... βάσει των υπεύθυνων διαταγών, τας οποίας είχα, διέταξα υπευθύνως την βίαιαν διάλυσιν ... των διαδηλωτών...» (11)


------------------------------------------------------------------------------------------
(1) Το απόσπασμα είναι από την 258 δακτυλογραφημένη σελίδα του ανέκδοτου βιβλίου του Β. Μπαρτζιώτα «Η Αθήνα πολεμά και νικά». Στα Αρχεία της ΚΕ του ΚΚΕ.

(2) Τα δυό αποσπάσματα από τα δημοσιεύματα του Τζων Ιατρίδη στην εφημερίδα «Βήμα» του Ιούνη 1976 (δημοσίευμα 15ο)
(3) «Ελεύθερη Ελλάδα» 2/1/244
(4) «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» αριθ.33, της 1/12/1944

(5) Κρις Γουντζάουζ, στο ίδιο.

(6) Το απόσπασμα από το βιβλίο του Λευτέρη Σταυριανού «Η Ελλάδα σε επαναστατική περίοδο», σελ 151, εκδ. Κάλβος, 1974

(7) Ευρύτερη περίληψη της αφήγησης παράθεσε στο βιβλίο του «Η Ελλάδα σε επαναστατική περίοδο», ο Λ. Σταυριανός, που την πήρε από το βιβλίο «The Greek Trilogy» του “Byford Jones (Λονδίνο 1946), σελ. 138-140.

(8) Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Κέδρου «Η ελληνική αντίσταση» (στα γαλλικά) σελ. 488

(9) Χρονικό «Στ’ άρματα! Στ’ άρματα!» (εκδ ΠΛΕ), σελ 476

(10) Σ. Γρηγοριάδη, «Δεκέμβριος 1944 και το ανεξήγητο λάθος»

(11) Εφ. «Ακρόπολις», 12/12/1958. Άρθρο Α. Έβερτ.

1.3.10

«Πολεμάμε και τραγουδάμε», συνομιλώντας με την Άλκη Ζέη για την ΕΠΟΝ

«Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου» και «Η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» της Άλκης Ζέη είναι ίσως τα μόνα μυθιστορήματα που αποτυπώνουν λογοτεχνικά τα χαρακτηριστικά της γενιάς της ΕΠΟΝ, τόσο στη στιγμή της διαμόρφωσής τους όσο και στην εξέλιξή τους μέσα στον ιστορικό και προσωπικό χρόνο. Τα 67 χρόνια από την ίδρυση της ΕΠΟΝ είδαν τη νεολαία της Κατοχής να ενηλικιώνεται μέσα στην Αντίσταση, να συντρίβεται μέσα στην ήττα του Εμφυλίου, να συνθλίβεται μέσα στη δογματικότητα, να αντέχει τις εσωτερικές και εξωτερικές εξορίες, να παραιτείται ή να επιμένει, να διχάζεται στη διάσπαση, να κατακερματίζεται και να επιμένει στη νοσταλγία μιας χαμένης ολότητας.

Με αφορμή την επέτειο ίδρυσης της ΕΠΟΝ στις 23 Φλεβάρη του '43, η Άλκη Ζέη μίλησε στο "Δρόμο". Πηγή: http://e-dromos.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=91:l-r-&catid=38:2010-02-17-08-47-43&Itemid=64

Συνέντευξη στην Έλενα Πατρικίου

Α.Ζ.: Όταν ιδρύθηκε η ΕΠΟΝ, εμείς δουλεύαμε ήδη στην Αντίσταση και χαρήκαμε πολύ γιατί φτιάχτηκε μια οργάνωση νεολαίας ξεχωριστή από τους «μεγάλους». Πιστεύαμε ότι έτσι θα είχαμε κάποια ανεξαρτησία. Βεβαίως, υπήρχε εξάρτηση από το ΚΚΕ, αλλά είχαμε πραγματικά κάποια ανεξαρτησία. Το βάρος της κομματικής καθοδήγησης δεν το νιώσαμε μέσα στην Κατοχή. Οι καθοδηγητές μας ήταν νέα παιδιά, με πολύ πιο ελεύθερο πνεύμα από τα μεγαλύτερα κομματικά στελέχη. Θυμάμαι πως είχαμε έναν καθοδηγητή –δεν ξέρω αν ζει ακόμα ή αν πέθανε– που τον αγαπούσαμε πολύ και του λέγαμε για να τον πειράξουμε: «Δεν μπορεί, κάποιο ψεγάδι θα σου βρούμε για να σε καθαιρέσουμε». Έχω ακόμα μια φωτογραφία μας από μια επονίτικη εκδρομή: Είμαστε δυο κοπέλες, πεσμένες στα πόδια του καθοδηγητή μας, γιατί τον πειράζαμε ότι θα τον καταγγείλουμε πως είναι «ανήθικος» και έχει τα κορίτσια να σέρνονται στα πόδια του. Είχαμε χιούμορ και κυρίως είχαμε μεγάλη αγάπη μεταξύ μας. Παρόλο που ήταν Κατοχή, ήμασταν νέοι και ήμασταν χαρούμενοι. Το «πολεμάμε και τραγουδάμε» ήταν τελείως πραγματικό στη διάρκεια της Κατοχής. Στον Εμφύλιο είναι που δεν γελάγαμε πια καθόλου.

Ε.Π.: Όταν μιλάμε για τη «γενιά της ΕΠΟΝ», μιλάμε για μια γενιά ολόκληρη που διαμορφώθηκε από και μέσα σ’ αυτή την οργάνωση…

Α.Ζ.: Η ΕΠΟΝ ήταν μια πολύ πλατιά οργάνωση, καμία σχέση με οποιαδήποτε από τις μεταγενέστερες αριστερές οργανώσεις. Είχε καταφέρει να ενώσει και να συνθέσει την πλειοψηφία της νεολαίας και είχε μια εκτίμηση και ένα κύρος μέσα στον κόσμο. Για πάρα πολλά νέα παιδιά η ΕΠΟΝ, με τις λέσχες της, τις συζητήσεις, ήταν η πρώτη επαφή με την τέχνη και τη λογοτεχνία. Τότε θαυμάζαμε πολύ τους Ρώσους συγγραφείς. Αντίθετα, τη γενιά του ’30 τη θεωρούσαμε πολύ δεξιά. Αλλά και όλη η ατμόσφαιρα, οι συζητήσεις, σε έσπρωχναν στο δρόμο του διαβάσματος. Θυμάμαι συζητήσεις που κάναμε με τον Κώστα Αξελό ή με τον Δημήτρη Δεσποτίδη (ίδρυσε αργότερα τις εκδόσεις Θεμέλιο), που ήταν ακριβώς το υπόδειγμα του φωτισμένου καθοδηγητή. Πολλοί από μας έγραψαν χάρη στον Δεσποτίδη.

Ε.Π.: Έχετε μιλήσει για τον Δεσποτίδη σαν να ήταν ο εμβληματικός Επονίτης, υποδειγματικός, σαν τους ανταρτοεπονίτικους υποδειγματικούς λόχους, και με ένα πνεύμα διαρκούς ανταρσίας.

Α.Ζ.: Μα, ήταν. Όταν αργότερα ήρθε στη Μόσχα να χειρουργηθεί, το έσκασε με τις πιτζάμες από το νοσοκομείο στην επέτειο της Επανάστασης, για να «χωθεί μέσα στο πλήθος». Κόντεψαν να τρελαθούν οι Σοβιετικοί. Να τους φύγει άνθρωπος από το κομματικό νοσοκομείο! Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι σήμαινε γι’ αυτόν να βρεθεί μέσα στον κόσμο στην Κόκκινη Πλατεία. Είχε το πνεύμα της ανταρσίας, που ήταν το πνεύμα της ΕΠΟΝ, κι ήταν βέβαια και το πνεύμα εκείνης της εποχής, της αντιδογματικής.

Ε.Π.: Τι σήμαινε για τα κορίτσια η μαζική τους συμμετοχή στην ΕΠΟΝ;

Α.Ζ.: Τα κορίτσια, με την Αντίσταση, βρήκαν και τη δική τους απελευθέρωση. Με την ΕΠΟΝ, βγήκαν από τα σπίτια τους και απέκτησαν μια οντότητα. Και η ίδια η επαφή και η συνεργασία στη δουλειά της Αντίστασης με το άλλο φύλο ήταν απελευθερωτική. Μην ξεχνάτε πως τα σχολεία ήταν τότε αρρένων και θηλέων, και όλη η ζωή των νέων ήταν χωρισμένη σε αρρένων και θηλέων. Και μέσα στην οργάνωση αυτά δεν υπήρχαν. Όπως ήταν αγόρια στην καθοδήγηση, ήταν και κορίτσια στην καθοδήγηση. Υπήρχε μεγάλη ισότητα. Εγώ τουλάχιστον έτσι το έζησα από την πρώτη στιγμή.

Ε.Π.: Στο «Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου», το πέρασμα της Αντιγόνης από τα μπουκλάκια στα ίσια μαλλιά εικονογραφεί την εσωτερική αλλαγή από έναν τύπο «χολιγουντιανό» σε έναν τύπο γυναίκας που διεκδικεί μια άλλη θέση στη ζωή.

Α.Ζ.: Θα γελάσετε, αλλά, όταν η αδελφή μου άρχισε να χτενίζεται σαν την Αλίντα Βάλι, ο πατέρας μας, που δεν ήξερε από μόδες, χάρηκε, γιατί το βρήκε σεμνό, ενώ η διευθύντρια του σχολείου τής χάλασε αμέσως τα μαλλιά, γιατί ήξερε πως ήταν «μοντέρνο». Είναι μια κατάσταση που οι σημερινές κοπέλες δεν μπορούν να τη φανταστούν. Εμείς πιο πολύ φοβόμασταν τους πατεράδες μας παρά τους Γερμανούς. Θυμάμαι μια κοπέλα που την είχαν συλλάβει. Τη ρωτούσαμε αν φοβήθηκε, κι αυτή απαντούσε: «Έχω φάει τόσο ξύλο απ’ τον πατέρα μου, που αυτό μου φάνηκε τίποτα».

Ε.Π.: Αν στο «Περίπατο» δείχνετε το πέρασμα στην ωριμότητα, στην «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» δείχνετε και την παραίτηση ενός τμήματος αυτής της γενιάς.

Α.Ζ.: Δεν είναι λογικό; Κάποιοι άνθρωποι δεν άντεξαν να πάνε παραπέρα. Μην ξεχνάτε ότι, μετά την Κατοχή, οι συνθήκες έγιναν από πολλές απόψεις πολύ πιο σκληρές. Στις άλλες χώρες, έγινε η Απελευθέρωση και οι άνθρωποι άρχισαν να φτιάχνουν τη ζωή τους. Εμείς, έγινε η Απελευθέρωση, και ακόμα δεν τη φτιάξαμε. Και, βέβαια, ήταν και οι εσωκομματικές συνθήκες, που εξάντλησαν τις αντοχές των ανθρώπων. Στην «Αρραβωνιαστικιά» μιλάω για τη διαγραφή κάποιου, επειδή στα Δεκεμβριανά φορούσε πορτοκαλί κασκόλ. Ήταν ένας Επονίτης, που μάλλον είχε άλλες τάσεις –δεν εννοώ ιδεολογικά– και αυτό ήταν απολύτως καταδικαστέο από την οργάνωση. Βεβαίως, δεν μπορούσε καν να ειπωθεί, κι έτσι διαγράφτηκε για το πορτοκαλί κασκόλ.

Ε.Π.: Πώς μια γενιά, διαμορφωμένη με τις ίδιες εμπειρίες και προσδοκίες, διασπάται η ίδια; Πόσο τραυματική ήταν η εμπειρία της διάσπασης του ’68;

Α.Ζ.: Η τραυματική εμπειρία ξεκινάει πολύ νωρίτερα, με το 20ό Συνέδριο, όταν μάθαμε όλα εκείνα τα πράγματα που δεν ξέραμε, όταν μάθαμε για τα στρατόπεδα… Και τότε αρχίσαμε να ζητάμε το καινούριο. Νομίζαμε ότι θα μπορέσουμε να συμβάλουμε σε κάτι καινούριο, χτίζοντας πάνω στο παλιό. Πιστεύαμε ότι γίνεται ένα άνοιγμα, που φέρνει την ελευθερία, αλλά πάνω στον ίδιο δρόμο. Βέβαια, το γκρέμισμα που έγινε μετά, αυτό δεν το φανταζόμασταν. Τώρα κάτι άλλο πρέπει να χτιστεί. Κάτι τελείως καινούριο.

Ε.Π.: Πώς θα εξηγούσατε σήμερα σε ένα παιδί τι ήταν η ΕΠΟΝ;

Α.Ζ.: Θα το εξηγούσα όπως το έκανα και στο «Μεγάλο Περίπατο», όπου προσπάθησα να δώσω αυτό που σκεφτόμουν τότε, χωρίς τη μετέπειτα γνώση. Αλλά δεν ξέρω αν το παράδειγμα της ΕΠΟΝ μπορεί ακόμα να λειτουργήσει. Είναι πολύ διαφορετική η σημερινή εποχή. Τότε δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Τώρα ούτε ξέρεις πού πας ούτε τι πρέπει να κάνεις. Κι άλλωστε, ο κόσμος έχει την εντύπωση πως κάτι το οργανωμένο είναι και δογματικό. Η δική μας η γενιά είχε ένα όραμα. Ήμασταν βέβαιοι πως το μέλλον θα είναι αυτό που φανταζόμασταν. Και ξέραμε ποιος είναι ο εχθρός.

Τα σημερινά παιδιά είναι χαμένα, γιατί δεν ξέρουν ούτε ποιος είναι ο εχθρός ούτε ποιος είναι ο φίλος ούτε ποιος είναι ο στόχος. Ίσως τα πράγματα είναι πιο δύσκολα στην Ελλάδα, όπου το ιδανικό της κατανάλωσης είναι ακόμα κυρίαρχο μέσα στην κοινωνία. Αλλά θέλω να ελπίζω πως από την κρίση θα βγει κάτι θετικό, μία θετική αντίδραση σε όλα όσα ζούμε. Τα νέα παιδιά βλέπουν ίσως περισσότερα πράγματα, θέλουν να τα δουν όλα και να τα ζυγιάσουν όλα, ενώ εμείς ήμασταν προσηλωμένοι σε ένα μόνο στόχο. Εμείς ήμασταν πιο ήρεμοι και πιο ευτυχισμένοι, γιατί είχαμε τη σιγουριά του μέλλοντος. Αλλά αυτό ήταν χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης εποχής και τελείωσε. Και πρέπει να το πάρουμε απόφαση πως τελείωσε.

Πέτρος Ανταίος: Πως ιδρύσαμε την ΕΠΟΝ

Από το βιβλίο «Μαρτυρίες για τον εμφύλιο και την ελληνική αριστερά», του Στέλιου Κούλογλου, εκδόσεις Εστία. Πηγή: http://tvxs.gr/news/

Η ίδρυση της ΕΠΟΝ και η ένοπλη αντίσταση

Η δική μας γενιά είχε την ατυχία να ζήσει την προεφηβική και την εφηβική της ηλικία με το καθεστώς της φασιστικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936. Οι πρώτες πληγές της γενιάς μας ήταν η γελοιότητα αυτού του καθεστώτος με τους μελανοχίτωνες της ΕΟΝ* και με τον τρίτο ελληνικό πολιτισμό, αλλά και οι τραγικές καταστάσεις, η φυλακή της Ακροναυπλίας, τα νησιά όπου έστελναν εξορία όσους αγωνίζονταν κατά της 4ης Αυγούστου. Από τότε άρχισε να ωριμάζει μέσα μας μια συμπάθεια προς τους ανθρώπους εκείνους που σήκωσαν το ανάστημά τους ενάντια στη δικτατορία του Μεταξά. Αυτό, για μας τους νέους, ήταν το πρώτο κάλεσμα.

Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα είδαμε έκπληκτοι ένα καταπληκτικό πράγμα: να επιστρέφουν καθημαγμένοι από τρία-τέσσερα χρόνια Ακροναυπλίας ή εξοριών οι κομμουνιστές της εποχής, φυματικοί οι περισσότεροι. Έφταναν στα τέλη Μαΐου-αρχές Ιουνίου του 1941 στην Αθήνα και χωρίς μια ανάσα άρχισαν να μπαίνουν στον αγώνα της αντίστασης. Αυτό, πραγματικά, μας κέρδισε, ήταν η πρώτη συναισθηματική φόρτιση για να αποδεχθούμε καταρχήν τους κομμουνιστές. Εμείς, μια ομάδα νέοι από τη Μυτιλήνη, είχαμε φτιάξει μια καθαρά αντιδικτατορική ομάδα, το «Ξύπνημα» και βγάζαμε με έναν πρωτόγονο πολύγραφο το περιοδικάκι μας που επίσης λεγόταν Ξύπνημα. Η ομάδα αυτή, στην ακμή της, αποτελείτο από 50-60 ανθρώπους, φοιτητές, υπαλλήλους, εργαζόμενους.

Μέχρι την Κατοχή, η ομάδα ήταν αντιδικτατορική αλλά και αντιφασιστική, γιατί βλέπαμε και το μαύρο κύμα του φασισμού και την απειλή του πολέμου. Μετά την τρίτη-τέταρτη ημέρα της Κατοχής, η ομάδα μετονομάστηκε σε Φιλική Εταιρεία Νέων, εξακολούθησε να βγάζει το ίδιο όργανο, το Ξύπνημα, και επεδίωξε από την πρώτη στιγμή να έρθει σε επαφή με τους εξόριστους.

Στο τέλος της άνοιξης και στις αρχές του καλοκαιριού του 1941, εγώ αλλά και πολλοί άλλοι της γενιάς μας, ο Κώστας Λιναρδάτος, ο Κώστας Φιλίνης, ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Γρηγόρης Φαράκος αποκτήσαμε επαφή με τους πρώτους εξόριστους που γύριζαν από τη Φολέγανδρο στην Αθήνα. Σε αυτούς τους ανθρώπους βλέπαμε μια αύρα αγιοσύνης. Ήταν αγνοί άνθρωποι, δοσμένοι στον αγώνα. Και αυτό και μόνο το γεγονός κέρδιζε έναν έφηβο που θέλει να αγωνιστεί για το καλό.
Ακόμη και σήμερα με πληγώνει όταν διαβάζω ότι οι κομμουνιστές στην αρχή ήταν επιφυλακτικοί και αποφάσισαν τελικώς να κάνουν αντίσταση στις 22 Ιουνίου του 1941, μόνον όταν χτυπήθηκε η πατρίδα τους, η Σοβιετική Ένωση. Αυτό είναι λάθος και συκοφαντία φοβερή, διότι ήδη στις 15 Μαΐου ο Πορφυρογένης* στην Κρήτη είχε γράψει ένα άρθρο για τη σύσταση πατριωτικού μετώπου κατά των κατακτητών.

Δεν περίμεναν το χτύπημα των Γερμανών στη Σοβιετική Ένωση, παρότι το αντιφασιστικό μένος των αγωνιστών ενισχύθηκε από το γεγονός αυτό, και τούτο ήταν φυσικό, δεδομένου του ρόλου που έπαιξε η Σοβιετική Ένωση σαν κύριος αντίπαλος του χιτλερισμού.

Ανάμεσα στους εξόριστους ήταν και ο Αδάμ Μολυβδάς, μια ασκητική μορφή, ένας πάναγνος άνθρωπος, φυματικός, που ερχόταν στα ραντεβού μας, εκεί στην οδό Κερκύρας, στην Κυψέλη. Ο Μολυβδάς μας ενεθάρρυνε πολύ εμάς τους νεότερους.Έτσι άρχισε η οργάνωση της αντίστασης. Δημιουργήσαμε το ΕΑΜ των νέων. Μία από τις τις δέκα οργανώσεις που υπέγραψαν τη δημιουργία της ΕΠΟΝ ήταν και η Φιλική Εταιρεία.

Συνάντηση με τον Αρη Βελουχιώτη

Όλοι οι νέοι, ανάμεσά τους και εγώ, «βράζαμε» για να βγούμε στο βουνό. Ήδη είχε αρχίσει να δημιουργείται ο θρύλος του Άρη Βελουχιώτη που έφτανε στις πόλεις και μας εμψύχωνε. Το όνειρό μας ήταν να πολεμήσουμε. Φοιτητές ήμασταν, παράνομοι ήμασταν στην Αθήνα, θέλαμε, στο κάτω κάτω, ένα όπλο να πολεμήσουμε τον εχθρό.

Ο καθοδηγητής μου ο Μολυβδάς μου είπε τότε: «Εσύ θα κάνεις την εισήγηση της ΕΠΟΝ». «Γιατί να κάνω εγώ την εισήγηση, αφού ο γραμματέας της Κομμουνιστικής Νεολαίας είναι άλλος», είπα εγώ. «Όχι», επέμεινε ο Μολυβδάς. «Εσύ είσαι ο γραμματέας του ΕΑΜ των νέων και θέλουμε από την αρχή να δοθεί ο τόνος μιας ενιαίας οργάνωσης, όχι αποκλειστικά κομμουνιστικής. Αν κάνεις την εισήγηση και όλα πάνε καλά και τη φτιάξουμε την οργάνωση -δεν τη λέγαμε ΕΠΟΝ ακόμα, την λέγαμε Ενιαία- τότε, μπαγάσα, θα τα καταφέρεις, θα βγεις στο βουνό».

Και πραγματικά έγινε η ιδρυτική διακήρυξη της ΕΠΟΝ εκεί στους Αμπελόκηπους, στο σπίτι ενός δασκάλου, του Δημητράτου, ο οποίος ένα χρόνο αργότερα εκτελέστηκε. Το σπίτι αυτό βρισκόταν στην οδό Δουκίσσης Πλακεντίας 3. Σήμερα είναι εκεί ένα Μουσείο της ΕΠΟΝ, το πρώτο μουσειάκι που έχουμε επιτέλους στην Αθήνα. Πήγαν όλα καλά με την εισήγηση και φτιάξαμε την οργάνωση με μεγάλο ενθουσιασμό. Εκείνη τη βραδιά αποφασίσαμε να τη βγάλουμε Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, ΕΠΟΝ.

Στις 15 Μαρτίου του 1943 ξεκίνησα για τα βουνά, με αποστολή να πάω στον Άρη και να προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ομάδα επονιτών ανταρτών για τη συμμετοχή των νέων στον ένοπλο αγώνα αλλά και για την τιμή της ΕΠΟΝ. Θα ήταν μεγάλη υπόθεση για τους φοιτητές στην Αθήνα να λένε ότι η ομάδα μας στο βουνό πολεμάει.

Μετά από ορισμένες περιπέτειες έφτασα στον Άρη. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή ο Άρης δεν το καλοείδε. Είχαμε και έναν αξιωματικό μαζί μας, έναν καλόκαρδο Κρητικό, που μας δούλευε και μας φώναζε ΕΟΝ, τον οποίο καταφέραμε να πείσουμε. Ενθουσιάστηκε μάλιστα τόσο και με τους άλλους τέσσερις που ήμαστε μαζί, μια ομαδούλα από παιδιά δεκαέξι έως δεκαεννιά χρονών, που στο τέλος πήγε στον Άρη, αυτός, ένας αξιωματικός της Αλβανίας που πολέμησε θαυμάσια, και του είπε: «Θέλω να πάω με τα παιδιά».

«Δεν ντρέπεσαι», λέει ο Άρης, «εσύ, ολόκληρος αξιωματικός, εδώ δεν έχουμε αξιωματικούς κι εσύ θα πας με τα παιδιά;» Τελικά και τον Άρη τον καταφέραμε, κάναμε μια πρώτη ομάδα, πήραμε αρχηγό τον Καψάλη, ο οποίος σκοτώθηκε ηρωικά στην πρώτη μεγάλη μας μάχη, πάνω στην Ήπειρο. Εκεί πολεμήσαμε δεκαπέντε παιδιά και εμποδίσαμε τους Γερμανούς από το να κάψουν ένα χωριό, τους Ασπράγγελους της Ηπείρου.

Υπάρχει μια οροσειρά μπροστά από το χωριό και είχαμε πληροφορίες ότι θα έρθουν οι Γερμανοί. Το προηγούμενο βράδυ συγκεντρωθήκαμε στο χωριό, χορέψαμε, τραγουδήσαμε, ήμαστε ενθουσιασμένοι. Την άλλη ημέρα ήρθαν οι Γερμανοί. Βγήκαμε στα υψώματα, πάνω από το βουνό, ακροβολιστήκαμε δεκαπέντε-δεκαέξι παιδιά, με τον ανθυπολοχαγό μας, το παλικάρι της Αλβανίας να μας εμψυχώνει. Αντίκρυ οι Γερμαναράδες είχαν παρατάξει ένα τάγμα.

Πολεμήσαμε. Οι Γερμανοί υποχώρησαν αλλά σκότωσαν τον στρατιωτικό διοικητή και τον καπετάνιο, τον Φρίξο, και δύο από τα παιδιά. Είναι όλοι τους θαμμένοι εκεί, στους Ασπράγγελους. Αυτή ήταν η πρώτη μας μάχη και έγινε τραγούδι, ενθουσίασε τον κόσμο. Συγκινήθηκαν οι άνθρωποι που κάποιοι νεολαίοι τότε έδωσαν το αίμα τους στα κατσάβραχα της Ηπείρου, εκεί όπου λίγα χρόνια πριν είχαν δώσει το αίμα τους άλλοι αγωνιστές. Εγώ διασώθηκα και μαζί με τα άλλα παιδιά αναπτύξαμε ένα κίνημα με την αίγλη της ΕΠΟΝ αλλά και με την υποστήριξη των οργανώσεων της ΕΠΟΝ. Μπάσαμε στην ύπαιθρο τα επονίτικα τραγούδια των φοιτητών της Αθήνας και δημιουργήσαμε ένα κίνημα μοναδικό. Με 32.000 επονίτες αντάρτες.

Ήταν ένας στρατός από νέους της ΕΠΟΝ. Φτιάξαμε ξεχωριστές οργανώσεις, λόχους και τάγματα της νεολαίας. Όλοι αυτοί που στα καπέλα τους έφεραν το
ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ, έγραψαν σελίδα στην ιστορία της Ελλάδας. Οι κοπέλες της Κολοκυθιάς, του χωριού όπου ήταν το αρχηγείο του Άρη, μας είχαν κεντήσει σε μια σημαία το «Ελευθερία ή Θάνατος». Ήταν εκεί και ένας τσολιάς, ο Λιόλιος, που είχε καταφέρει, με χίλια βάσανα, να μάθει σάλπιγγα. Στις 13 Απριλίου του 1943, με τη σάλπιγγα και το «Ελευθερία ή Θάνατος», ξεκινήσαμε από την Κολοκυθιά μια περιοδεία ατέλειωτη σε όλη την Ελλάδα.

Η ΕΠΟΝ είχε μεγάλη συμβολή στον ένοπλο αγώνα, εξίσου σημαντική με τη μαζική δουλειά που έκανε στις πόλεις, με τις διαδηλώσεις. Χάσαμε 1.100 επονίτες αντάρτες σε μάχες. Η ΕΠΟΝ όμως δημιούργησε και ένα θαυμάσιο πολιτιστικό κίνημα, με τον Ρώτα και το θίασο της ΕΠΟΝ.

Όπου πήγαιναν ομάδες ανταρτών της ΕΠΟΝ γινόταν πανηγύρι το βράδυ, γιατί πραγματικά αυτός ο πόλεμος, ο αντάρτικος, του ΕΛΑΣ, είχε τη χαρά της επανάστασης, δεν είχε τη θλίψη και την κατάρα του Εμφυλίου. Έμπαιναν οι επονίτες σε ένα χωριό και γινόταν πανζουρλισμός, ερχόταν όλο το χωριό, με τις χωριατοπούλες να μας κερνάνε ούζο, να μας περιποιούνται, να μας παίρνουν στα καταλύματα. Ήταν μια ανθοφορία του λαού μας, ήταν πολύ όμορφη αυτή η περίοδος της αντίστασής μας, όλων όσοι πολέμησαν στα βουνά, χωρίς διακρίσεις.

Η ΕΠΟΝ υπερτερούσε ίσως επειδή είχε επιπλέον και το πολιτιστικό κομμάτι. Είχαμε τις ομιλίες μας, το κοινωνικό μας όραμα, και ίσως γι’ αυτό ήμαστε πιο μαζική οργάνωση, με χιλιάδες ανθρώπους. Θυμάμαι όταν γυρίζαμε κατά ομάδες -δεν μπορούσαμε να τους πάρουμε όλους στις ομάδες μας στο αντάρτικο- όλοι οι νέοι του χωριού μάς ακολουθούσαν. Και οι κοπέλες ακόμα.

Τραγουδούσαμε κιόλας. Μια φορά που έπρεπε να ανεβούμε μια ανηφόρα και τα παιδιά είχαν λαχανιάσει, σταθήκαμε να ξαποστάσουμε. Σκέφτηκα ότι χωρίς τραγούδι δεν βγαίνει. Κάθισα λοιπόν και έβαλα στο ρυθμό της Σαμιώτισσας κάποια στοιχειώδη λόγια:

Απάνω στα ψηλά βουνά
αντάρτες επονίτες
παλεύουν για τη λευτεριά
χτυπώντας τους φασίστες.

Έτσι βγήκε το τραγούδι αυτό.

* ΕΟΝ: Η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας, την οποία είχε ιδρύσει ο Ιωάννης Μεταξάς στα πρότυπα της ναζιστικής νεολαίας.

* Μιλτιάδης Πορφυρογένης: στέλεχος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.

9.3.09

ΕΠΟΝ: Αγωνιστικός φάρος της νεολαίας

Κάθε χρόνο καθώς φτάνουμε στο Φλεβάρη, η μνήμη γυρίζει πίσω στις δοξασμένες μέρες της εθνικής αντίστασης. Στις μέρες που εμφανίζονταν στο προσκήνιο η πιο μαζική οργάνωση της ελληνικής νεολαίας, η ΕΠΟΝ. Πενήντα εννιά χρόνια κλείνουν φέτος από τις 23 Φλεβάρη, την ημέρα όπου με πρωτοβουλία της Κ.Ε. του ΕΑΜ ιδρύθηκε η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, η ΕΠΟΝ. Στους Αμπελόκηπους της Αθήνας, σε ένα διώροφο σπίτι, στην οδό Δουκίσης Πλακεντίας 3, συγκεντρώθηκαν οι αντιπρόσωποι των νεολαιίστικων οργανώσεων και πραγματοποίησαν την Ιδρυτική Πανελλαδική σύσκεψη. Καρπός της ώριμης, επίπονης, αγωνιώδους προσπάθειας των: α) Αγροτική Νεολαία Ελλάδος, β) Ενιαία Εθνικοϋπαλληλική Νεολαία, γ) Ενιαία Μαθητική Νεολαία, δ) Ένωση Νέων Αγωνιστών Ρούμελης, ε) Θεσσαλικός Ιερός Λόχος, στ) Λαϊκή Επαναστατική Νεολαία, ζ) Λευτέρη Νέα, η) Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας, θ) Σοσιαλιστική Επαναστατική Πρωτοπορία Ελλάδας, ι)Φιλική Εταιρεία Νέων, είναι η ΕΠΟΝ.
Στην ιδρυτική σύσκεψη πήραν μέρος και οι καθηγητές Αθ. Ρουσόπουλος, Κώστας Σωτηρίου, Ρόζα Ιμβριώτη κ.ά. Διακήρυξαν την αναγκαιότητα της ενότητας και του αγώνα για τη λευτεριά και την κοινωνική προκοπή.
Βασικοί σκοποί της ΕΠΟΝ σύμφωνα με το καταστατικό της ήταν:
1) Η εθνική απελευθέρωση με βάση την ακεραιότητα της Ελλάδας. 2) Η εξόντωση του φασισμού τώρα και στο μέλλον με οποιανδήποτε μορφή και να παρουσιαστεί. Αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας έτσι που όλες οι εξουσίες να απορρέουν από την κυρίαρχη θέληση του λαού και της νέας γενιάς. 3) Η καταπολέμηση των ιμπεριαλιστικών πολέμων και η υπεράσπιση της ειρήνης με βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών και της αδελφικής συνεργασίας όλων των λαών και νεολαίων ειδικά της Βαλκανικής. 4) Η υπεράσπιση των οικονομικών, πολιτικών δικαιωμάτων και επιδιώξεων της νέας γενιάς.
Η σύσκεψη αποφάσισε την έκδοση εφημερίδας με τον τίτλο «ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ».
Από τις πρώτες ημέρες της παρουσίας της η ΕΠΟΝ έδωσε τρανταχτά δείγματα της δυναμικής που κλείνουν τα νιάτα όταν ξέρουν, όταν πιστεύουν γιατί παλεύουν. Φούντωσαν οι γειτονιές, οι σκλάβες πόλεις, τα λεύτερα χωριά, οι αντάρτικες ομάδες του ΕΛΑΣ και ξεχύθηκαν οι νέοι με μια πρωτόφαντη ορμή κάνοντας πράξη το σύνθημα «ΠΟΛΕΜΑΜΕ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΜΕ».
Η δράση της ΕΠΟΝ συσπείρωσε τη νεολαία στον αντιφασιστικό αγώνα και σε διάστημα ενός χρόνου από την ίδρυση της αριθμούσε 300.000 οργανωμένα μέλη. Τη στιγμή της Απελευθέρωσης, η δύναμη της ΕΠΟΝ μαζί με τα Αετόπουλα έφτανε τις 600.000 οργανωμένα μέλη.
Οι οργανώσεις της νεολαίας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, η ΕΠΟΝ και η ΟΚΝΕ, έδιναν πλατιά και ουσιαστική σημασία στην έννοια του απελευθερωτικού αγώνα. Μαζί με την ανάλογη συμβολή πρωτοπόρων μαχητών του απελευθερωτικού αγώνα, οι Επονίτες πρωτοστάτησαν και στον τομέα της επιβίωσης, της μόρφωσης και του πολιτισμού. Πάνω από 35.000 νέα παιδιά βγήκαν στα λεύτερα βουνά της πατρίδας και πολέμησαν μέσα από τις τάξεις του ΕΛΑΣ και δώσανε ζωές σ' αυτή τη μάχη. Ξεπέρασαν τους 1300 οι επονίτες και οι επονίτισσες που πέσανε με το όπλο τους στο χέρι. Ο θρυλικός «Λόρδος Μπάϋρον», ο Ελασίτικος λόχος των Επονιτών Σπουδαστών, αποτελεί υπόδειγμα ηρωικής δράσης. Στις μεγάλες διαδηλώσεις της Αθήνας κατά των στρατευμάτων κατοχής υπήρξε εξαιρετικά μαζική η συμμετοχή της ΕΠΟΝ.
Σφυρηλατήθηκαν φυσιογνωμίες όπως της Παναγιώτας Σταθοπούλου, της Κούλας Λίλη και του Χ. Χατζηθωμά.
Το Κάστρο του Υμηττού, η μάχη της Καλλιθέας (στην οδό Μπιζανίου) και αμέτρητοι άλλοι τόποι έγιναν φωτεινά παραδείγματα αυτοθυσίας.
Από την άλλη μεριά έβλεπες τη ζωντάνια και τη φλόγα μέσα από έναν πρωτοφανέρωτο και μοναδικό συνδυασμό της παράνομης δουλειάς και πάλης με τις πιο ειρηνικές και νόμιμες μορφές με στόχο όχι μόνο το φασισμό αλλά και τη μάχη για επιβίωση, μόρφωση και διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Πάνω από 1000 Λέσχες, εκατοντάδες Βιβλιοθήκες, σχολεία, θέατρα, στην υπηρεσία του αγώνα, στις ελεύθερες περιοχές, στα χωριά και τις κατεχόμενες πόλεις. Γι' αυτό η Ρόζα Ιμβριώτη, που από την πρώτη ώρα στάθηκε και αγωνίστηκε δίπλα στα Νιάτα, έγραφε: «Εσείς μας διδάξατε Ηθική. Το παλαιό σχολείο έπαιρνε τον ηρωισμό και το θάρρος της ηλικίας σας και έβγαζε ανθρώπους υποταχτικούς λέγοντας: «Προχώρησε, στάσου, σκύψε, προσαρμόσου. Εσείς μέσα στο σκληρό αγώνα διαγράψατε τα πλαίσια μιας νέας ηθικής παγκόσμιας, που μέσα σ' αυτήν η ελληνική νεολαία θα παίξει σπουδαίο ρόλο. Κόπιασε, προσπάθησε εσύ μαζί με τον άλλο συναγωνιστή σου να εξασφαλίσεις την ευτυχία σου στην ευτυχία του συνόλου».
Ένα είναι βέβαιο, ότι οι Επονίτες σύνδεσαν τη ζωή τους με την ΕΠΟΝ, για καλύτερες ημέρες. Το φλογερό επαναστατικό ενθουσιασμό δεν κατάφεραν να πτοήσουν ούτε οι κάνες των χιτλεροφασιστών, ούτε η πείνα, ούτε οι θυσίες, ούτε τα βασανιστήρια. Ακόμη και οι σκληρές δοκιμασίες του λαού μας στα σκληρά χρόνια που ακολούθησαν μετά την προδοσία της Βάρκιζας, με τη βάρβαρη και ωμή επέμβαση των Άγγλων και Αμερικανών και το κράτος των δοσίλογων, δεν κατάφεραν να υποτάξουν και να διαλύσουν την ΕΠΟΝ.
Κι όταν το Φλεβάρη του 1947 στα δικαστήρια συζητιόταν η αίτηση του Νομάρχη Αττικής να προχωρήσουν δικαστικά στη διάλυση της ΕΠΟΝ, δεν τα κατάφεραν να το πράξουν και η ΕΠΟΝ πέρασε στην παρανομία. Στην 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (10/1950) τονίζεται ότι «ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δώσουμε στην ανασυγκρότηση και την ανάδειξη των πλατειών λαϊκών μαζών της νεολαίας της ΕΠΟΝ σαν αποφασιστικού παράγοντα στην πάλη για την ειρήνη ενάντια στον πόλεμο».
Όμως ό,τι δεν κατάφεραν οι ναζιφασίστες κατακτητές και οι Αγγλοαμερικανοί ιμπεριαλιστές το έκανε ο διαλυτισμός και η ηττοπάθεια του Ρεβιζιονισμού, που επιβλήθηκε με την 6η Ολομέλεια στα 1956 στο ΚΚΕ. Η Ρεβιζιονιστική θεωρία της ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό οδήγησε το ΚΚΕ, στην 8η ολομέλεια το 1958, να καταφέρει αυτό που δεν κατάφεραν οι ορκισμένοι εχθροί του κομμουνιστικού κινήματος, να διαλύσει τις παράνομες οργανώσεις και μαζί με αυτές και την ΕΠΟΝ.
(Λαϊκός Δρόμος 23/2/2002)

Εμβατήριο του λόχου "Λόρδου Μπάϋρον"

Ω, γεια χαρά! Σπουδάζουσα γενιά, γενιά,
που ρίχτηκες στον αγώνα για τη λευτεριά.
Βουνά και λόγγοι και της Αθήνας όλοι οι δρόμοι
αντιλαλούν "Λόρδος Μπάϋρον", "Λόχος ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ".

Φλογάτα νιάτα σπουδαστών, εμπρός, εμπρός,
στο πέρασμά σας γονατίζει ο κάθε εχθρός.
Του φασισμού είστε σεις φοβέρα,
σαν ακουστεί μες στον αγέρα
"Λόρδος Μπάϋρον", λόχος των Σπουδαστών

(Το τραγούδι έγινε από τους ίδιους του μαχητές του "Λόχου Μπάϋρον" όταν πια είχαν γίνει πασίγνωστοι με την ηρωική τους δράση κατά τη διάρκεια των μαχών του Δεκέμβρη στα Εξάρχεια)

Η μεταξική δικτατορία και οι αγώνες των κομμουνιστών


Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ

Από τις αρχές του 1935 η κρίση ξε­τυλίγεται στην πολιτική σκηνή της χώρας. Πρώτα η μοναρχική παλι­νόρθωση του 1935 που δεν μπόρεσε να σταθεροποιήσει το πολιτικό σκηνικό και οι εκλογές του Γενάρη του 1936 που δεν μπόρεσαν να αναδεί­ξουν σταθερή κυβέρνηση, διαμόρ­φωσαν ένα ασταθές πολιτικό σκηνι­κό. Αυτό δεν θα μπορούσε εύκολα να ξεπεραστεί πο­λιτικά, στο βαθμό που το παλλαϊκό μέτωπο (ΚΚΕ) με τις 15 έδρες που διέθε­τε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να αποτελέσει το ρυθμιστή της κατάστα­σης. Οι προσπάθειες προ­σέγγισης του Παλλαϊκού Μετώπου και Φιλελεύθε­ρων (το λεγόμενο σύμφωνο Σοφούλη- Σκλάβαινα) προσέκρουσαν όχι μόνο στη στάση των άλλων αστικών κομμάτων αλλά και του στρατιωτικού κατεστημένου, το οποίο δεν θα ανέχονταν κυβέρνηση βενιζελικών που θα στηρίζονταν υπό μια έννοια και με την ψήφο του Παλλαϊκού Μετώπου. Αυτό ακριβώς εκφράζει και η ανάθεση του υπουργείου στρατιωτι­κών στο Μεταξά. Εδώ βέβαια θα πρέπει να τονισθεί ότι τα αστικά κόμματα επικρότησαν την ανάθέση αυτής της στρατηγικής σημασίας θέσης, πλην του ΚΚΕ.


Η πολιτική κρίση συνεχίζεται και η «πολιτική ακυβερνησία» αποτελεί το άλλοθι για την αντιδραστική κυρίαρχη τάξη να προωθήσει τα σχέδια της. Η κοινή γνώμη γίνεται προσπάθεια να προετοιμαστεί για τη στρατιωτική λύση, στο βαθμό που τα μεγάλα κόμ­ματα συγκρούονται, αποδυναμώνοντας τον «κοινοβουλευτικό» προσα­νατολισμό της χώρας. Κάτω από αυ­τό το βάρος, στις 27 Απριλίου του 1936, η Βουλή με 241 ψήφους υπέρ, 16 κατά και 4 αποχές, χορήγησε ψή­φο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μεταξά. Οι πιο μαύρες δυνάμεις της αντίδρασης οδηγούν πλέον τα πράγ­ματα. Η Βουλή υιοθετεί το Γ' ψήφι­σμα το 1936 «αυτοκτονώντας» πολι­τικά διότι διέκοπτε τις εργασίες της ως το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, παρέχοντας ταυτόχρονα στην εκτε­λεστική εξουσία μεγάλες νομοθετι­κές αρμοδιότητες. Έτσι εγκαθιδρύ­θηκε στη χώρα ένα ιδιότυπο καθε­στώς μέχρι τις 4 Αυγούστου του 1936.

ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Το βράδυ αυτής της ημέρας ο Με­ταξάς με την κάλυψη των ανακτόρων, συγκάλεσε υπουργικό Συμβούλιο και ζήτησε από τους υπουργούς του να υπογράψουν δυο διατάγματα όπου με το πρώτο αναστέλλονταν βασικά άρθρα του Συντάγματος και με το δεύτερο διαλύονταν η Βουλή. Ο κίνδυνος του κομμουνισμού απο­τέλεσε το πολιτικό άλλοθι της δικτα­τορίας που εξαπέλυσε ωστόσο μεγά­λο κυνηγητό όχι μόνο των κομμουνι­στών αλλά και κάθε άλλης προοδευ­τικής φωνής. Η μοναρχοφασιστική δικτατορία επιβλήθηκε από τη ντό­πια και ξένη πλουτοκρατική ολιγαρ­χία. Η ιμπεριαλιστική Αγγλία είχε την περίοδο αυτή τον πρώτο λόγο της ελληνικής υποθέσεως και βοήθησε το μοναρχοφασιστικό καθεστώς. Θα πρέπει να τονιστεί ότι και τα αστικά κόμματα τον πρώτο καιρό ουσιαστι­κά δεν αντέδρασαν. Το Δεκέμβρη του '36το ΚΚΕ απευθύνει αντιδικτατα­τορική αντιφασιστική έκκληση και στις αρχές του 1937, οι πρώτες αντι­δράσεις του αστικού πολιτικού κό­σμου. Το καθεστώς της 4ης Αυγού­στου, για να διατηρηθεί στην εξου­σία, προσπάθησε να διαμορφώσει έ­να κοινωνικό προφίλ.

ΕΘΝΟΚΑΠΗΛΕΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη νεολαία δημιουργώντας τη φασι­στική ΕΟΝ, το κυριότερο όμως, ά­πλωσε από άκρη σε άκρη στη χώρα την τρομοκρατία. Ξεκινώντας από το κάψιμο των βιβλίων και τις αυθαίρε­τες συλλήψεις, φτάνουμε στα συστη­ματικά βασανιστήρια, τις φυλακί­σεις, τις εξορίες, τη φάλαγγα, τη γά­τα, τον πάγο και το ρετσινόλαδο.

Ο υπουργός Ασφαλείας Μανιαδάκης διακήρυττε κυνικά την αυθαιρεσία. Σύμφωνα με στοι­χεία της ίδιας της δι­κτατορίας, γύρω στις 100.000 άνθρωποι περνάνε από τα κολαστήρια των Επιτρο­πών ασφαλείας (και τις ταράτσες της Γενικής και Ειδικής Ασφάλειας, ενώ πά­νω από 10 έμειναν νε­κροί στα χέρια τους). Απαγορεύτηκαν όλες οι πολιτικές και συνδικαλιστικές δραστηριότη­τες. Διορίστηκαν διοικήσεις αρεστές στο καθεστώς.

Η ΓΣΕΕ διαλύθηκε και στη θέση της ήρθε η Εθνική Συνομοσπονδία με γραμματέα τον ίδιο τον υπουργό Εργασίας. Παράλληλα διαμορφώνο­νται ένας πατριδοκάπηλος εθνικι­σμός στηριγμένος στη «μεγάλη ιδέα» που το φασιστικό καθεστώς επιδιώ­κει να αποτελέσει την ιδεολογική του κάλυψη. Εξάλλου τα φασιστικά καθεστώτα της Ευρώπης παρείχαν αρκετές «προτάσεις» για τις πολιτι­κές και οργανωτικές επιλογές του Μεταξά: Έτσι η αντικομμουνιστική σταυροφορία του καθεστώτος αποτέλεσε μια στέρεη πολιτική βάση για το καθεστώς, η οποία συσπείρωσε όχι μόνο τους στενούς οπαδούς του Μεταξά αλλά και πολλούς από τον αστικό πολιτικό κόσμο.

Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Η Αντίσταση στη δικτατορία υ­πήρξε στην αρχή σποραδική και ά­καρπη. Το 1938 εντείνονται, οι από κοινού προσπάθειες των αστών πο­λιτικών ενάντια στο καθεστώς αλλά και μέσα στο στρατό έγιναν απόπει­ρες ενάντια του, οι οποίες αποκαλύ­φθηκαν και οι υπεύθυνοι εντοπίσθη­καν.


ΤΟ ΚΚΕ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ

Πολύ πριν από την επιβολή της δι­κτατορίας, το ΚΚΕ στη γραμμή της έκκλησης της Ε.Ε. της κομμουνιστι­κής διεθνούς του 1931 και της 6ης ο­λομέλειας του 1934, σημείωσε σοβα­ρή ανάπτυξη και πλάτυνε σημαντικά την επιρροή του στον εργαζόμενο λαό. Όμως πολλά λάθη και αδυνα­μίες παραμένουν.

Με την επιβολή του μοναρχοφασισμού, το κόμμα δέχτηκε σοβαρά και εκτεταμένα χτυπήματα. Στις 18/9 συλλαμβάνεται ο Ν. Ζαχαριάδης, γραμματέας του κόμματος, ο Δ. Γλη­νός βουλευτής του ΚΚΕ. Χίλια μέλη του κόμματος βασανίστηκαν και φυ­λακίστηκαν κυρίως στις φυλακές της Ακροναυπλίας. Μολονότι η αριστε­ρά ήταν εκείνη που προσπάθησε να αντιτάξει τη μεγαλύτερη και πιο ορ­γανωμένη αντίσταση, το κόμμα είχε υποστεί ισχυρό πλήγμα. Μεταξάς και Μανιαδάκης εξαπέλυσαν ενά­ντια στους κομμουνιστές αφηνιασμέ­νη τρομοκρατία.


ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΜΑΝΙΑΑΑΚΗ

Χρησιμοποιώντας την άτιμη μέθο­δο της απόσπασης «δηλώσεων μετά­νοιας» και «ομολογιών» θέλησαν να χτυπήσουν η­θικά και πολιτικά το ΚΚΕ μπροστά στο λαό, να του λερώσουν το επαναστατι­κό πρόσωπο, να το εμφα­νίσουν σαν ένα κόμμα λιπόψυχων συμβιβασμένων και συνθηκολόγων, να σπείρουν την χαφιεδοφοβία και το πνεύμα υποτα­γής στις μάζες. Όμως απέ­τυχαν οικτρά στην βασική τους επιδίωξη. Η μάζα των κομμουνιστών στάθηκε παλικαρίσια. Στις 30.7.38 ο γραμματέας της ΟΚΝΕ Χρήστος Μαλτέζος. υπο­κύπτει από τα βασανιστή­ρια στα οποία υποβλήθη­κε. Η Κέρκυρα, η Ακρο­ναυπλία, η Ανάφη, ο Αη Στράτης, η Φολέγανδρος, με τις χιλιάδες των κρα­τουμένων, έγιναν για το λαό σύμβολα αντίστασης στη μοναρχοφασιστική δι­κτατορία.

Στα κολαστήρια αυτά ατσαλώθηκαν τα παλιά και τα νέα μέλη του ΚΚΕ που αποτέλε­σαν τον μετέπειτα βασικό πυρήνα της Εθνικής Αντίστασης. Παρά τα λάθη και τις αδυναμίες που παρου­σίαζε στη Γενική πολιτική δουλειά, το ΚΚΕ μπόρεσε όταν εκδηλώθηκε η επίθεση της φασιστικής Ιταλίας τον Οκτώβρη του 1940, να υιοθετήσει τη σωστή θέση.

Στην κατοπινή περίοδο, στις συν­θήκες της κατοχής, χάρη στη σωστή γραμμή, τους αγώνες και τις θυσίες των κομμουνιστών, θα αχτινοβολήσει με λάμψη που φωτίζει ως τις μέ­ρες μας η μεγάλη εποποιία της Αντί­στασης.

Είναι προφανές ότι η μεταξική δι­κτατορία αντικειμενικά μετέτρεψε τη χώρα σε στρατηγικό στήριγμα του φασισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ό­τι άλλαξε ο ρόλος των Εγγλέζων στη χώρα.

Οι διακηρύξεις του καθεστώτος περί «εξολοθρεύσεως του κομμουνι­σμού» και περί «εκμηδενίσεως της πάλης των τάξεων»... απέβησαν άκαρπες.

Κι αν σήμερα το κοντόχοντρο αν­θρωπάκι με τα γυαλιά φαντάζει γε­λοίο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κρί­νεται απαραίτητη η εξαγωγή συμπε­ρασμάτων από αυτή την περίοδο.

Γιάννης Μακρίδης

(Από το "Λαϊκό Δρόμο" 11/10/2003)

5.12.08

Θ. Χαταζής: Ο μεγάλος Δεκέμβρης 1944

Θ. Χατζή: Η ΝΙΚΗΦΟΡΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ

Τόμος Δ’ Κεφάλαιο Δέκατο Έβδομο

Ο μεγάλος Δεκέμβρης 1944

Το κύριο πρόβλημα κάθε επανάστασης είναι το πρόβλημα της εξουσίας.

Το πρόβλημα αυτό η λαϊκή επανάσταση στην Ελλάδα μπορούσε και έπρεπε να το λύσει στις 12 με 18 του Οκτώβρη, όταν η λαϊκή επανάσταση με όργανά της τη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, τη Λαϊκή Δικαιοσύνη και την Εθνική Πολιτοφυλακή, στηριγμένη στον ΕΛΑΣ, τον μοναδικό εθνικό και συμμαχικό στρατό που υπήρχε στην Ελλάδα, προχωρούσε στην ολοκλήρωσή της. Δεν το έλυσε. Σταμάτησε μπροστά στις πόρτες της Αθήνας.

Τρομακτικό λάθος, με μοιραίες συνέπειες. Ήταν αποτέλεσμα της πλάνης της ηγεσίας για ομαλό πέρασμα από την κατοχή στην ελευθερία (σε συνεργασία με το παλιό κατεστημένο της ξεπεσμένης αστικής τάξης) και της αυταπάτης για το «συμμαχικό» ρόλο των Άγγλων. Έτσι η Ελλάδα βρέθηκε, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, με μια ιδιόμορφη δυαδική εξουσία: Η μία, η λαοκρατική, που κυριαρχούσε σ’ όλη την Ελλάδα, και η άλλη, η κυρίαρχη στο παρελθόν και τώρα, ανύπαρκτη σε δύναμη και κύρος, αστική εξουσία, που ασφυκτιούσε μέσα σε λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα στο κέντρο της πρωτεύουσας.

Η ύπαρξη δυό εξουσιών σε μια χώρα σημαίνει πως η επανάσταση δεν τελείωσε. Η σύγκρουση για την επικράτηση της μιάς από τις δυό εξουσίες σ’ όλη την επικράτεια είναι αναπόφευκτη. Αυτό είχε κατανοηθεί και συνειδητοποιηθεί από το ντόπιο και ξένο αντιλαϊκό στρατόπεδο, που συστηματικά και επίμονα προωθούσε το σχέδιο εξόντωσης της λαοκρατικής εξουσίας, με εισαγωγή της αντεπανάστασης. Με μόνιμο και αμετακίνητο το στόχο του, επωφελούνταν από την επανάπαυση και τις αυταπάτες της ηγεσίας του λαϊκού κινήματος, κέρδιζε θέσεις, συγκέντρωνε βρετανικές δυνάμεις, που φέρναν και τους πραιτοριανούς τους, ενθάρρυνε τις ντόπιες εθνοπροδοτικές και φασιστικές ένοπλες δυνάμεις σε προκλήσεις, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να αφοπλίσει το λαϊκό κίνημα. Προχωρούσε χωρίς ταλαντεύσεις και δισταγμούς προς την κορυφαία πράξη της επιχείρησης «Μάννα», που προέβλεπε πρωταρχικά την κυριαρχία στο χώρο της πρωτεύουσας και την επέκταση, σε συνέχεια, της καπιταλιστικής εξουσίας σ’ όλη τη χώρα.

Ο λαός, που έβλεπε τις προετοιμασίες των εχθρών του, θεωρούσε τον ΕΛΑΣ μοναδική εγγύηση για τη λευτεριά του, την ανεξαρτησία του και τη διατήρηση των επαναστατικών κατακτήσεών του.

Δεν συμφωνεί με την ηγεσία του που διαπραγματεύονταν τον αφοπλισμό του κινήματος. Αγωνιά, προσπαθεί να αντιδράσει. Αλλά το κύρος και η δύναμη επιβολής της ηγεσίας ήταν απροσπέλαστα. Ταλαντεύεται η ίδια και μεταδίνει την ταλάντευσή της και στις μάζες, που τις αποκοιμίζει, τις αφοπλίζει ιδεολογικά και τις αποπροσανατολίζει. Έτσι όταν οι Άγγλοι, –περνώντας πάνω από το κεφάλι της λεγόμενης ελληνικής κυβέρνησης–αποφάσισαν να βάλουν ωμά στο ΕΑΜ-ΕΛΑ το δίλημμα: ή παραδίνεις τα όπλα και διαλύεις τον ΕΛΑΣ εθελοντικά ή σας αφοπλίζουμε με τη δύναμη των όπλων μας και σας διαλύουμε, η ηγεσία του ΚΚΕ-ΕΑΜ βρέθηκε απροετοίμαστη. Αποφασίζει να αντιδράσει, και να μη δεχτεί τον μονόπλευρο αφοπλισμό του λαού, χωρίς όμως να έχει συνειδητοποιήσει ότι τα όπλα θα έλυναν το πρόβλημα της εξουσίας.

Φτάσαμε στην κρίσιμη στιγμή: Η σύγκρουση, που τόσο συστηματικά και επίμονα προετοιμαζόταν από τους Άγγλους έγινε αναπόφευκτη. Οι εχθροί του λαού είχαν κάνει την επιλογή τους, είχαν διαλέξει τον τόπο και το χώρο για την πολεμική τους εξόρμηση, είχαν διατάξει τις στρατιωτικές τους δυνάμεις και είχαν «το δάκτυλό τους στη σκανδάλη». Η στιγμή ήταν η πιο κατάλληλη: Στο στρατόπεδο του λαού επικρατούσαν στον ανώτατο βαθμό σύγχυση, αυταπάτες, συναισθηματισμοί και «πολιτική σκοπιμότητας».

Έτσι άρχισε η τελευταία φάση της ηρωικής εποποιίας του ελληνικού λαού. Γράφτηκαν νέες λαμπρές σελίδες ηρωισμού και αυταπάρνησης, αλλά ήταν το «κύκνειο άσμα» μιας νικηφόρας Επανάστασης....ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ....