6.4.07

Από το ημερολόγιο ενός φοιτητή, μαχητή του "Λόρδου Μπάιρον"

Δελτίο Α/συνέχεια φ. 43 (30/11/1994)

28 του Δεκέμβρη

Πέρασε κι η χθεσινή με καινούργιες νίκες. Ο καιρός έχει χειροτερέψει. Απ’ το πρωί βρέχει. Η ομίχλη κάνει πιο τσουχτερό το κρύο και πέρα τα βουνά της Πάρνηθας και της Πεντέλης έχουν ασπρίσει. Σήμερα αναγκαστήκαμε ν’ αλλάξουμε σπίτι, γιατί εχτές όλη την ημέρα μας χτυπούσαν από το Λυκαβηττό. Τρεις όλμοι σκάσαμε μπροστά στο λόχο μας. Ο ένας έξυσε το μπαλκόνι και έπεσε στην πόρτα που βρισκόταν ο σκοπός. Τούκοψε το δεξί του πόδι πάνω απ’ το γόνατο. Μια κοπέλα πήρε τη θέση του στο πόστο και περιμέναμε να σκοτεινιάσει. Σαν έπαψε το ντουφεκίδι γλιστρήσαμε μεσ’ στο σκοτάδι κι αλλάξαμε σπίτι. Βρισκόμαστε τώρα στα Εξάρχεια.

31 του Δεκέμβρη

ένα χουνί ακούστηκε από κάτου.- Στρατιώται του ΕΛΑΣ παραδοθείται. Ειν’ άσκοπο να συνεχίσετε τον αγώνα. Εγγυόμαστε για τη ζωή σας.

Κι εμείς απαντήσαμε:

- Δεν είμαστε στρατιώτες. Είμαστε φοιτητές π’ αφήσαμε τα βιβλία κι ήρθαμε να πολεμήσουμε στο πλευρό του λαού μας. Οι αγωνιστές του λαού ποτές δεν παραδίνονται.

Και ξανά το χουνί από κάτω:

- Μισή ώρα προθεσμία έχετε. Σκεφθείτε εάν θέλετε να βγείτε ζωντανοί από δω μέσα.

Μα καμιά απάντηση δεν τους ήρθε.

Με το ρολόι στο χέρι περιμέναμε. Μπήκε ανάμεσά μας μια παγερή σιωπή και μας βαραίνει στα στήθια. Τα μάτια όμως δείχνουν πως δεν φοβούνται.
....
Και τότε ακούστηκε το τραγούδι. Το άρχισε η Ελένη και το τελειώσαμε με τις αντρίκιες μας φωνές: «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα, το δίκιο και τη λευτεριά...».

Σταματούν οι σιδερένιες μηχανές σα νάχουν ανθρώπινη καρδιά και σα να νιώθουν. Ξανά μας μιλά το χουνί, μα πνίγεται φωνή του. Στάθηκε ο ήλιος από ψηλά να μας κοιτάζει. Το βράδυ θάχει να πει τόσα πολλά στ’ αστέρια. – Εκεί σε μια γωνιά της γης, οι άνθρωποι σηκώθηκαν πιο πάνω κι απ’ τη Μοίρα. Πολεμούν και πεθαίνουν τραγουδώντας.

Περνά η ώρα και ξαναρχίζει το κανονίδι. Γκρεμίζονται οι τοίχοι και πρώτη που φεύγει από κοντά μας είναι η Ελένη. Της πήρε ένα βλήμα το δεξί χέρι μαζί με τον ώμο. Έπειτα από λίγο χτυπιέται κι ο Ερρίκος στο στήθος. Μα το είπαμε: θα πεθάνουμε ως τον τελευταίο.
...
Όλη τη μέρα τα Εξάρχεια είναι πνιγμένα στον καπνό της μάχης. Κρατούμε το σπίτι ως το βασίλεμα του ήλιου. Ακούμε σε λίγο τις αλυσίδες των τανκς που φεύγουν. Είχαμε νικήσει. Οχτώ σκοτωμένοι ανάμεσά μας. Η κοπέλα που χτες παραμιλούσε στον ύπνο της δεν θα φοβάται πια τους Νάνους. Έπεσε σ’ έναν ύπνο γλυκό, αιώνιο, με το τραγούδι στα χείλη».

Δεν υπάρχουν σχόλια: